Posts from the ‘Γιωρίκας Κοβρίδης ..Μελβούρνη Αυστραλία.’ Category

ΘΕΜΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΝΔΡΕΑ ΣΠΥΡΑΝΤΗ No 2


Αναμνήσεις από την τελευταία ημέρα της Σάντας – Ανδρέα Σπυράντη. Κατά το έτος 1921, το οποίο ήταν και το τελευταίο έτος λειτουργίας του φροντιστηρίου Τραπεζούντας (όπως έλεγαν το γυμνάσιο Τραπεζούντας) μετά το πέρας των μαθημάτων, με τον συμμαθητή μου Λαζαρίδη Θεόδωρο μετέπειτα δικηγόρο.

 ΘΕΜΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΝΔΡΕΑ ΣΠΥΡΑΝΤΗ No 2

Αναμνήσεις από την τελευταία ημέρα της Σάντας – Ανδρέα Σπυράντη.

1) Κατά το έτος 1921, το οποίο ήταν και το τελευταίο έτος λειτουργίας του φροντιστηρίου Τραπεζούντας (όπως έλεγαν το γυμνάσιο Τραπεζούντας) μετά το πέρας των μαθημάτων, με τον συμμαθητή μου Λαζαρίδη Θεόδωρο μετέπειτα δικηγόρο Δράμας και τον ξάδελφό μου Ευριπίδη Χειμωνίδη τελειόφοιτο τότε του Γυμνασίου, αναχωρήσαμε, με ομάδες Σανταίων, οι οποίοι κατέβηκαν στην τραπεζούντα για προμηθείες, για τις θερινές διακοπές στη Σάντα. Ξεκινήσαμε, όπως γινόταν για την διαδρομή αυτή, πολύ πρωί και κατά τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας, φτάσαμε διαμέσου Όλασας στο υπερκείμενον του βουνού σπήλαιον όπου και διανυκτερεύσαμε. Ο καιρός , όπως πάντα κατά την εποχή εκείνη, ήταν ομιχλώδης και βροχερός.

Την επόμενη και πάλι, πολύ πρωί ξεκινήσαμε και το απόγευμα φθάσαμε στη Σάντα, η οποία κατά την περίοδο εκείνη ήταν αραιοκατοικημένη. Η κατάσταση στη Σάντα, κατά την άφιξή μας δεν παρουσίαζε τίποτα το ιδιαίτερο και καμία ένδειξη δεν υπήρχε για το τραγικό τέλος που επρόκειτο μετά δύο περίπου μήνες, από την άφιξή μας, να επέλθει.

Την 15ην Αυγούστου γιορτή της Μονής Σουμελά, όπως γινοταν κάθε έτος, έγινε και τότε εκδρομή για την Μονή, στην οποία πήρα μέρος κι εγώ. Την μεθεπομένη επιστρέψαμε και πάλι στη Σάντα χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο να παρουσιασθεί. Σημειώνω την εκδρομή αυτή γιατί επρόκειτο να παίξει σημαντικό ρόλο,  στην μετέπειτα τραγική μου ιστορία.

Τα πάντα στη Σάντα ήταν ήρεμα, οπότε ένα βροχερό απόγευμα των πρώτων ημερών του μηνός Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους έφτασε στο χωριό των Ισχανάντων τακτικός τουρκικός στρατός. Κανείς βέβαια και πάλι δεν φανταζόταν τον σκοπό της αφίξεώς του και όλοι το απέδωσαν στις συνήθεις κατ’ αραιά διαστήματα επισκέψεις τουρκικών αρχών για αναζήτηση ανυπόταχτων Σαντέων.

2) Πάντως οι ένοπλοι Σανταίοι με τις οικογένειές τους την νύχτα της 8/9/1921 με όσα τρόφιμα μπορούσαν να φέρουν μαζί τους, έφυγαν προς το μέγα σπήλαιον στην βόρεια περιοχή της Σάντας, όπου συνήθως κατέφευγαν για τις ένοπλες επιχειρήσεις τους. Ο πανικός μεταδόθηκε και στα γειτονικά χωριά Πινιατάντων και Τερζάντων, πολλοί κάτοικοι των οποίων την νύχτα έφυγαν προς το σπήλαιον, μεταξύ των οποίων κι εγώ κι ο Λαζαρίδης.

Όλοι ήταν βέβαιοι ότι η περιπέτεια αυτή δεν θα ήταν μεγαλύτερη των δύο έως τριών ημερών και τα τουρκικά στρατεύματα θα αποσύρονταν και εμείς θα επιστρέφαμε και πάλι στα χωριά μας. Η χωρητικότητα του σπηλαίου ήταν μικρή και την κατέλαβαν οι προνομιούχες των ενόπλων οικογένειες, όλοι οι άλλοι, ως κι εγώ καταφύγαμε και παραμείναμε κάτω από τα γειτονικά έλατα για να προφυλαχθούμε από την βροχή.

Την επόμενη 9/9/1921 επειδή διαδόθηκε από άλλους που ήρθαν ως φυγάδες από τα χωριά ότι επίκειται επίθεση των τουρκικών στρατευμάτων κατά των ενόπλων που βρίσκονταν στο σπήλαιο, των οποίων τον αριθμό φαντάζονταν μεγάλο και στρατιωτικά οργανωμένο, περίπου δεκαπέντε γυναικόπαιδα μεταξύ των οποίων κι εγώ, με την μακαρίτισσα μητέρα μου, αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στα χωριά μας.

Μαζί μας βρέθηκε μια νεαρή με ένα βρέφος στην αγκαλιά της, της οποίας δεν γνώριζα ούτε την προέλευση, ούτε το όνομα. Φαίνεται ότι ήταν από τους για παραθερισμό κάθε έτους στη Σάντα ερχόμενους από την περιοχή Σουρμένων, Σανταίων. Ο Λαζαρίδης παρέμεινε με τους υπολοίπους στην περιοχή του σπηλαίου ο Χειμωνίδης στο χωριό Κοσλαράντων, και η ακολούθησε την τύχη των εξορισμένων στην περιοχή Ερζερούμ και Χούνουζ.

Όταν πλησιάσαμε στο χωριό μας, ανταμώσαμε μερικούς άνδρες φεύγοντας προς την κατεύθυνση μας και μας πληροφόρησαν ότι εκκενώθηκαν τα χωριά, κι όλους τους κατοίκους συγκέντρωσε ο στρατός στο χωριό Πιστοφάντων, το οποίο ήταν και το πλέον ακραίο χωριό και βρισκόταν στην αντίθετη πλευρά του σπηλαίου προς Νότο.

Τότε προστέθηκαν στην ομάδα μας κι αυτοί και όλοι μαζί αλλάζαμε πορεία, κατεβήκαμε στον ποταμό περάσαμε αυτόν και καταφύγαμε σ’ ένα μικρό σπήλαιον πάνω από τον μύλο Γιαμάκ όπου και διανυκτερεύσαμε. Εννοείται ότι όλοι η πορεία αυτή γινόταν μόλις άρχισε να νυχτώνει και από κανέναν δεν γινόταν αντιληπτή. Μεταξύ μας βρέθηκε και ο ιδιοκτήτης του Μύλου Γιαμάκ Χαράλαμπος.

Το σημείο της διανυκτερεύσεως μας βρισκόταν στο βάθος μιας μικρής χαράδρας και ως εκ τούτου τα χωριά ήταν αθέατα και δεν μπορούσαμε να βλέπουμε την επομένη, τι συνέβαινε στα χωριά κι αν η συγκέντρωση των κατοίκων συνεχιζόταν ή διακοπτόταν και το τι γινόταν με τους συγκεντρωμένους κατοίκους στο χωρίο των Πιστοφάντων.

3) Το επομένο πρωΐ, με τα δεκαεννέα άτομα μαζί με το βρέφος της νεαρής μητέρας, ξεκινήσαμε μέσω του δάσους και προχωρώντας προς βορά φθάσαμε στην περιοχή κάτω από το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου, όπου λίγο μακρύτερα από έναν ρυάκι, που το έλεγαν το βαθύν τ’ορμίν, εγκατεσταθ΄ξκαμε κάτω από τα έλατα.

Η ορατότητα από εκεί ήταν κάπως καλή προς την απέναντι πλευρά όπου ήταν το σπήλαιο. Αλλά και πάλι τα χωριά ήταν αθέατα, απλώς μας προκάλεσε εντύπωση το γεγονός, ότι αντικρίζαμε ζεύγος αγελάδων οι οποίες αδέσποτες έβοσκαν στο ξέφωτο του Αγίου Ιωάννου. Φαίνεται ότι με την φυγή από τα χωριά, μερικοί από το χωριό Ζουρνατσάντων, επειδή το χωριό τους δεν γειτνίαζε με την περιοχή του σπηλαίου, αλλά με την απέναντι πλευρά όπου είχαμε καταφύγει εμείς, κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν στην ίδια περιοχή με μας, χωρίς βέβαια να γνωρίζει η ιδική μας ομάδα τη ιδική τους, ενώ αυτοί παρότι μας αντηλήφθηκαν δε μας έδωσαν σημεία της παραμονής τους.

Από το χωριό Πιστοφάντων, το οποίο ήταν τελείως απομονωμένο από τα άλλα, και αρκετά μακριά του δάσους, δεν διέφευγε κανείς και όλοι οι κάτοικοι παρέμεναν στα σπίτια τους και ακολουθούσαν την οδό της εξορίας. Την επομένη 11/9/1921 κατά την μεσημβρινή ώρα  άρχισε η του τακτικού στρατού επίθεση κατά της περιοχής του σπηλαίου με σάλπιγγες μυδραλλιοβόλα και ένα ορεινό πυροβόλο. Η επίθεση επαναλήφθηκε και την επομένη καλώς μελετημένη και εντός λίγου χρόνου οι Τούρκοι έφτασαν στην περιοχή του σπηλαίου.

Οι ένοπλοι Σανταίοι εγκατέληψαν την περιοχή και εξαφανίσθηκαν και επειδή τα βρέφη που είχαν μαζί τους, εφτά περίπου τον αριθμόν, υπήρχε κίνδυνος με τα κλάματά τους να προδώσουν την παρουσία τους, τα έσφαξαν.

Λέγεται δε ότι μόλις ο επικεφαλής των τουρκικών στρατευμάτων αντίκρυσε το θέαμα των σφαγμένων παιδιών, διέταξε τους στρατιώτες, να τους εγκαταλείψουν και να επιστρέψουν διότι είπε αυτοί δεν έχουν, ούτε την πίστη, ούτε θεό. Με το σκότος που ήρθε, η επίθεση τερματίστηκε και δεν επαναλήφθηκε, την επομένη της πρώτης επιθέσεως οι Τούρκοι των γειτονικών χωριών, ειδοποιηθέντες, άρχισαν κατά ομάδας να φτάνουν στα χωριά και να τα λεηλατούν. Το θέαμα αυτών εν μέρει μας ήταν ορατό από τον δρόμο, ο οποίος ήταν τελείως απέναντί μας και οδηγεί στα βόρεια τουρκικά χωριά.

Και πάλι για τα χωριά μας τίποτε δεν γνωρίζαμε, γιατί από τη θέση μας που ανέφερα παραπάνω, δεν ήταν ορατά. Επίσης ήταν αθέατοι και οι των ανατολικών περιοχών Τούρκοι που έφθασαν για να λεηλατήσουν, κυρίως το χωριό Ζουρνατσάντων, γιατί ο δρόμος τον οποίον ακολουθούσαν ήταν επί της ίδιας πλαγιάς όπου βρισκόμασταν εμείς και κάτω από αυτή και από την δασώδη περιοχή ήταν αθέατοι. Στα δικά μας και πάλι. Δεν ξέρω ποιές, αλλά μερικές από τις γυναίκες που ήταν μαζί μας έφεραν μαζί τους λίγον αλεύρι και ένα χάλκινο σκεύος με βαθύ καπάκι, αυτά στάθηκαν σωτήρια για όλους, αλλά και μοιραία για την έκβαση της περιπέτειας μας.

4) Μερικοί άντρες στις μυστικές συζητήσεις τους αναζητούσαν τρόπο να απαλλαγούν από τα γυναικόπαιδα και να καταφύγουν προς την Παναγία Σουμελά, διότι άλλη σωτηρία οδός δεν υπήρχε και να απομακρυνθούν από την περιοχή της Σάντας, τα δε γυναικόπαιδα τους γίνονταν βάρος για την μετακίνηση τους. Εν τω μεταξύ ανέλαβαν οι άντρες να κατεβούνε στο βάθος του ρυακιού για να ψήσουν τον χυλόν, με το αλεύρι που είχαμε και αφού επί τόπου με το καπάκι έτρωγαν οι ίδιοι την μερίδα του λέοντος, έφεραν το υπόλοιπο προς διανομή στα άνω του ρυακιού αναμένοντα γυναικόπαιδα.

Για τα γυναικόπαιδα παρά την αντίθετη διάθεση τους η ανοχή τους ήταν υποχρεωτική, γιατί αυτά είχαν το λίγο αλεύρι και το σκεύος, αλλά τους έγινε εφιάλτης το κλάμα του μωρού, διότι φοβόντουσαν μήπως με αυτό γίνει αντιληπτή η παρουσία μας στους διερχόμενους προς λεηλασία Τούρκους, και απαίτησαν από την μητέρα του ή να το πάρει και να απομακρυνθεί από τους άλλους, ή να το πετάξει σε μια μικρή λίμνη που λίγο παρακάτω σχημάτιζε ρυάκι.

Τόση επίμονη και αγρία ήταν η απαίτησή τους, ώστε αναγκάσθηκε μόνη της να απομακρυνθεί από τον όμιλό μας και να το πετάξει στην μικράν λίμνη και να επανέρθει ικανοποιημένη, γιατί εξασφάλισε την δική της διάσωση και την ικανοποίηση των αντρών ότι έτσι διαφεύγανε τον κίνδυνο να γίνουν αντιληπτοί. Βεβαίως παρ όλα αυτά θα εγκατέλειπαν όλους και θα έφευγαν προς την περιοχή της Μονής αν γνώριζαν τον δρόμο, τον οποίον εγώ τους είπα ότι γνώριζα από την πρόσφατη επίσκεψή μου σ’ αυτήν την 15ην Αυγούστου.

Την Τρίτη ημέρα της διαμονής μας το πρωΐ της 13/9/1921 ως συνήθως κατέβηκε ο όμιλος των ανδρών μεταξύ αυτών κι εγώ, από την παιδική μας περιεργεία. Δύο εξ αυτών ο Γιαμάκ Χαράλαμπος από το Ισχανάντων και ο Χρύσανθος Τεριάς από το Πινιατάντων, αποφάσισαν εώς ότου ετοιμασθεί ο χυλός, να φθάσουν διά μέσου του δάσους, στην απέναντι από την Δυτική πλευρά των χωριών περιοχή, για να δουν τι γίνεται, μεταξύ αυτών πήγα κι εγώ.

Δεν είχαμε απομακρυνθεί πάνω από εκατό μέτρα από το σημείο όπου ψηνόταν ο χυλός, και καταλάβαμε ότι από την προηγούμενη μέρα, Τούρκοι ένοπλοι αντιλήφθηκαν την παρουσία μας από τον καπνό της φωτιάς που ανάβαμε, για την παρασκευή του χυλού και βαδίζοντες κατά μήκος του ρυακιού άρχισαν να πυροβολούν εναντίον αυτών που παρέμειναν εκεί και συγχρόνως έριξαν και μια χειροβομβίδα, όπως συμπέρανα από τον κρότο και με φωνές μη φοβάστε τους συνέλαβαν και τους εκτέλεσαν επί τόπου. Οι παραπάνω ήταν κάτοικοι του χωριού  Ζουρνατσάντων.

5) Εμείς οι τρείς τραπήκαμε μέσω του δάσους προς Νότο, χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί από τους Τούρκους, προς την διεύθυνση των χωριών μας. Μπροστά βέβαια έτρεχα εγώ ως παιδί και πλέον δειλός, δεν είχα το θάρρος και την περιέργεια, να βλέπω αν οι άλλοι ακολουθούν τον ίδιον δρόμο της φυγής μου και έτσι απομακρύνθηκα από αυτούς αρκετά και όταν έφτασα στο άκρο του δάσους στο ξέφωτο και οι φωνές και οι πυροβολισμοί έπαυσαν, γύρισα να δω που είναι οι άλλοι.

Αυτοί όμως κρύφτηκαν, σε κάτι θάμνους και παρά τον κίνδυνο τον οποίο ως παιδί δεν αντιλαμβανόμουνα ,άρχισα χαμηλόφωνα να τους καλώ με τα ονόματα τους, καμία απάντηση δεν λάμβανα, αν και εκ των υστέρων εξακρίβωσα πως ενώ με άκουγαν δεν απαντούσαν, διότι φοβόντουσαν  μήπως με συλλάβουν οι Τούρκοι και με υποχρεώσουν να τους φωνάξω για να συλλάβουν και αυτούς. Τελικά με πήρε ο ύπνος δεν ξέρω για πόση ώρα, οπότε ξύπνησα από κάποιον θόρυβο τον οποίον έκαμναν τα κλαδιά των θάμνων από διερχόμενο άνθρωπο ή και ζώο, αμέσως άρχισα να τρέχω προς την κατεύθυνση του θορύβου ο οποίος απομακρυνόταν, συγχρόνως άρχισα να φωνάζω και πάλι τα ονόματά τους οπότε έφτασα τον θόρυβο και αντίκρυσα τους δύο συντρόφους μου οι οποίοι έψαχναν να με βρούνε όχι από ανθρωπιστικά αισθήματα, αλλά διότι ήξεραν ότι τους ήμουν απαραίτητος οδηγός, για την διαφυγή μας στην περιοχή της Μονής Σουμελά.

Από εκεί άρχισε η πορεία μας προς τη Δυτική κορυφογραμμή της περιοχής Καζουκλή. Βαδίζαμε και οι τρεις χέρι χέρι για να μην απομακρυνθούμε ο ένας από τον άλλον, αν βρισκόμασταν ξαφνικά μπροστά σε κάποιον κίνδυνο, αλλά να τρέξουμε και οι τρείς κατά την ίδια κατεύθυνση. Έτσι φτάσαμε συνεχίζοντας παράλληλα του ποταμού στο παρεκκλήση της Αγίας Κυριακής όπου και περάσαμε το ποτάμι. Βέβαια όλη αυτή η διαδρομή έγινε τη νύχτα. Εγώ μόλις περάσαμε το ποτάμι, επειδή τα φθαρμένα υποδήματα μου γλιστρούσαν όπως ήταν βρεγμένα, στην τελείως ανηφορική περιοχή την οποίαν ακολουθήσαμε, τα πέταξα και άρχισα να βαδίζω ξυπόλητος. Τότε αντικρύσαμε τα καμένα σπίτια των χωριών Κοσλαράντων, Τερζάντων, Πινιατάντων, Ισχανάντων και των απέναντι Ζουρνατσάντων να καίγονται συθέμελα.

Επειδή το χωριό Πιστοφάντων και πάλι ήταν αθέατο από την θέση μας, πλησιάσαμε, για να δούμε τι γίνεται εκεί με τους συγκεντρωμένους κατοίκους και μόλις διαπιστώσαμε ότι και αυτό είχε την ίδιαν τύχη με τα άλλα χωριά και καιγόταν, δεν μας έμενε πλέον καμία ελπίδα σωτηρίας παρά ή προς την Μονή Σουμελά πορεία μας.

6) Η πορεία μας ήταν εύκολη με την πανσέληνο, αλλά και ο κίνδυνος μεγαλύτερος διότι η περιοχή ιδίως Καζουκλή Κοβλακά διασχίζονταν  από τα τουρκικά ποίμνια, τα οποία κατά την εποχή εκείνην διακινόντουσαν προς χαμηλότερα και πλέον απάνεμα μέρη. Κατά τα ξημερώματα της 14/9/1921 αντικρύσαμε τη Μονή Σουμελά, από την οποίαν απείχαμε περίπου μισή ώρα δρόμο και έτσι με την Ανατολή του ήλιου χτυπήσαμε την πόρτα της Μονής.

Αμέσως κάποιος μοναχός, ο οποίος εκτελούσε χρέη θυρωρού γνωστός του πατέρα μου ο οποίος εφημέρευε τον καιρόν εκείνον στις Τραπεζούντας το Μετόχι της Μονής, μας εφοδίασε με ένα καρβέλι και λίγες ελιές, και μας συμβούλευσε να απομακρυνθούμε από την περιοχή, πράγμα που εκτελέσαμε αμέσως.

Δεν πέρασε παρά λίγος καιρός και από την απέναντι πλευρά ακούστηκαν φωνές Ελλήνων και σφυρίγματα και φάνηκαν κάπου δέκα άντρες, μεταξύ των οποίων και ο φίλος μου ο Λαζαρίδης οι οποίοι από την περιοχή του σπηλαίου μετά την επίθεση των τουρκικών στρατευμάτων κατέφυγαν και αυτοί προς την περιοχή της μονής. Εγώ ήταν αδύνατον να βαδίσω και παρέμεινα στην Μονή. Μαζί μου παρέμεινε και ο Λαζαρίδης Θεόδωρος για να μη μείνω μόνος. Μετά από παραμονή μιας εβδομάδας κατάλαβα ότι τα πόδια μου δεν με ενοχλούσαν πλέον, αποφασίσαμε να αναχωρήσουμε για Λιβεράν. Μετά μια εβδομάδα από εκεί με μια άμαξα ενός Τούρκου φθάσαμε στην Τραπεζούντα, όπου επικρατούσε ησυχία, διότι η ανταλλαγή δεν είχε αρχίσει ακόμα..

Έτσι έληξε η εικοσαήμερη περίπου περιπέτεια μου.

Ανδρέας Σπυράντης (Ιατρός) 1990

Του Γιωρίκα Κοβρίδη

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΤΟ ΜΠΕΙΑΛΑΝ του Γιωρίκα Κοβρίδη


Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΤΟ ΜΠΕΙΑΛΑΝ του Γιωρίκα Κοβρίδη

«Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν. Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος. Αλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια και σε σταύλους, τρύπωσαν σ’ αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δούν τι θα γίνει.

Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι’ οι τσέτες , περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο. Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξέσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκοπάνους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία, αλλιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν. Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό. Οι τσέτες, πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ’ όπου μπορούσε να φύγει κανείς. Ετσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλλες στα μπογάζια, δέχτηκαν, από τσέτες που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν.

Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κι’ έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει, το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπαιδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι’ ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την «πατριωτική» του εκστρατεία. Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χίμηξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντας τους να μαζευτούν στην πλατεία.

Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλωμες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλες άλλες με τους γέρους γονείς κι’ άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον κτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς. Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε, έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς ήρωες του νεοτουρκικού εγκλήματος γενοκτονίας.

Όταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ’ οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρός την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διάταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό. Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Και τότε, σαν λυσσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες.

Κι’ όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι’ οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι’ αντιβούιζε στα γύρω βουνά και δάση…Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής… επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα (χαρτώματα) ν’ ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι’ απ’ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τί ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται. Οι μητέρες ξετρελαμένες, έσφιγγαν, αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν «μάνα, μανίτσα!».

Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι’ άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες. Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ’ αυτιά, φωνές μανιακές και κλάματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους – χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη! Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες.

Μερικές γυναίκες και κοπέλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά. Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατίρι τους – πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.

Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι’ έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι’ ακούγονταν μονό τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν».
Σάββας  Κανταρτζής

πηγή: Βλάσσης Αγτζίδης

ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑ Του Γιώργου Κοβρίδη 22-6-2003


ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑ
Του Γιώργου Κοβρίδη
22-6-2003
3ΧΥ RADIO HELLAS

Εκατομμύρια χρόνια ο άνθρωπος γαζωμένος πάνω σ’ ένα κόκο αστρικής σκόνης,  ταξιδεύει χωρίς να ξέρει ούτε από πού ξεκίνησε μα ούτε και που πάει. Τραγικά μόνος και, ίσως μοναδικός μέσα στην απεραντοσύνη του σύμπαντος. Έδωσε μορφή και νόημα στις κραυγές του, όρθωσε λέξεις, έπλασε γλώσσα κι νίκησε την μοναξιά και τον θάνατο της πληροφορίας, κι οι γενιές παραδίδουν η μια στην άλλη τις πληροφορίες που αποκτούν με τη σκληρή διαδικασία της δόκιμης και του λάθους , δημιουργώντας γνώση, παράδοση και παρελθόν.

Η παράδοση είναι το αστήρευτο ποτάμι, που ξεκινά απ’ τις οροσειρές των περασμένων γενεών , χρυσές σταγόνες από ιδρώτα και δάκρια και ακολουθώντας τη ζωή του χρόνου φτάνει στο σήμερα για να δροσίσει τους οδοιπόρους του μέλλοντος, Μέσα στο βαθύ ρεύμα της ζωής μεταφέρει του καημούς και τις χαρές τα λάθη και τις επιτυχίες, τα τραγούδια και τα μοιρολόγια , τους θρύλους και τις γνώσεις του πατέρα και του παππού, του μακρινού πατέρα μας. Στην ατελείωτη διαδρομή του κρούει και δέρνεται με τους βράχους και τα χώματα, δίνει μορφή στην κοίτη του κι απ’ τη μορφή της παίρνει μορφή. Οι προγονοί μας εκεί στην ανατολή ρίζωσαν σε μια στενή λωρίδα γης, ανάμεσα σε άξενη θάλασσα και δύσβατους ορεινούς όγκους, εκεί όργωσαν έσπειραν και θέρισαν την πατρίδα τους δεν την κέρδισαν στα χαρτιά ούτε στα ζάρια εκεί τους έσπειρε ο Θεός γι’ αυτό αγάπησαν την γη εκείνη. Δεν της ζήτησαν ποτέ περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να τους δώσει, πίστευαν πως με την σάρκα και το αίμα, το νου και την καρδιά τους ανήκουν σ’ αυτήν, και πως απ’ αυτή θα ζήσουν η θα λιμοκτονήσουν, Και τη νύχτα που ο χρόνος άλλαζε έβγαιναν έξω στην αυλή οι μεγάλοι για να δουν λέει , όσοι απ’ αυτούς ήσαν καλοί, τα δέντρα που σκύβουν ευλαβικά και φιλούν τη γη ευγνωμονώντας την για όσα έδωσε και για όσα πρόκειται να τους δώσει. Οι πατέρες μας δεν επιβουλεύτηκαν ποτέ τη γη κανενός και πολέμησαν με πάθος όσους θέλησαν να πάρουν τη δική τους. Ο Ακρίτας μας δεν ήταν επαγγελματίας πολεμιστής ήταν αγρότης, ανώνυμος, που υπερασπίστηκε το σπίτι και την οικογένεια του. Οι γονείς μας ήξεραν πως η πιο μεγάλη νύχτα νικιέται απ’ την πιο μικρή μέρα, και πως κι ο πιο μικρός μήνας του χρόνου ο Φεβρουάριος (Κουντουρος) μπορεί να σκεπάσει το μεγαλείο των καταπράσινων χιονισμένων βουνών,

ψηλά ρα≤ία πράσινα και ποίος œ ζελεύ’ σας

ασχώρετον ο Κούντουρον ≤ôνίζ και καπατεύ’ σας

Η ήξεραν πως το παλιό φέρνει το καινούριο και πως μέσα στο καινούριο ζει το παλιό γι’ αυτό θεωρούσαν ύψιστης αξίας το σεβασμό του νεότερου προς των μεγαλύτερο, και τίμησαν τους γονείς και της άξιες τους , Οι αιώνες περνούσαν μα ο προφορικός άγραφος λόγος παρέμενε σχεδόν πάντα αναλλοίωτος. Κι εφτά φορές καλότυχη που εμείς σήμερα στη Ανατολή της τρίτης χιλιετηρίδας μπορούμε να μιλούμε και να αναστορούμε τους θρύλους και τα τραγούδια των προγονών μας .

Ο θεόν ασ’ σα ουράνια ερούξεν κι’ εκυλίεν

έρθεν είδεν τα έμορφα ατός πα εκολατίεν 

Ήξεραν στα μαύρα εκείνα χρόνια πως η δουλεία είναι υποχρέωση και δικαίωμα , μόχθος και χαρά , δούλευαν σκληρά απ’ το πρωί ως το βράδυ μικροί και μεγάλοι, μα είχαν το χρόνο να τραγουδούν, να γλεντούν, να κρατούν τα παιδία τους στην αγκαλιά τους και να τα νανουρίζουν στις μεγάλες νύχτες του χειμώνα διηγώντας θρύλους και παραμυθία απ’ την καθημερινή σοφία των προγονών τους.

Σα παλαιά τα καιρούς και σ’ αργυρά τα χρόνâ έσαν
δυο αδέρφâ. Είνας γνωστικός και είνας παλαλός

Κι ο ύπνον γλυκός έκλεινε τα βλέφαρα των μικρών παιδιών στα γόνατα του Πάπου και της Γιαγιάς , Και στα μαύρα χρόνια , που η (Ρωμανία πάρθεν) οι προγονοί μας άντεξαν στην καταπίεση του κατακτητή στηρίχτηκαν στις δυνάμεις τους, διατήρησαν την γλώσσα την αξιοπρέπεια τους, έζησαν αιώνες πολιορκημένοι αλλά ελεύθεροι, δεμένοι με την γη τους. Που τόσο αγάπησαν,

Άλλο πουλί μ’ μη κελαϊδείς, η Ρωμανία εκάεν, άλλο παρχάρ μη ≤αίρεσαι, οι παραχαρετ’ εχάθαν. Μόνον εσύ μαυρόλυρα μ’ παίξον μοιρολοΐας, κλάψον τα μύρια πάθâ μουν, κλάψον την προσφυγίαν, κλάψον κι’ ας κλαίγνε τα δεντρία και τα _ηλά ρα≤ία.

Και ήρθε η ώρα του ξεριζωμού, με μάτια δακρυσμένα και με την πίστη πως (χρέος της ζωής είναι να ζεις) πήραν την ψυχή τους, το τελευταίο ψωμί απ’ τον φούρνο, αφήνοντας πίσω αμπάρια γεμάτα με σοδιές, ζώα στη μάντρες, παράθυρα και πόρτες ανοιχτές, εικονοστάσια με καντήλια ανάμενα, πήραν τις μνήμες απ’ την αγαπημένα πατρίδα και μπήκαν στα καραβιά για να επιστέψουν στην εθνική τους πατρίδα Ελλάδα μετά από απουσία 3.000, χρόνων

Η θάλασσα εθερίε_εν και το παπόρ επαίγνεν

κι’ ο πόντον εκεί ’ς σην Ανατολήν ε®ιά_εν κι’ επέμ’νεν

Με υπομονή, καρτέρια και σκληρή δουλεία , στο περιθώριο των πόλεων της υπαίθρου της μητροπολιτικής Ελλάδας αλλά και στις χώρες διασποράς , οι γονείς μας στέριωσαν και πρόκοψαν, μα η προκοπή είχε και το αντίτιμο της Οι (ζίπκες κι οι ζουπούνες) διπλώθηκαν ευλαβικά για να μην ξαναφορεθούν κι η γλώσσα η τρισχιλιόχρονη μαζί με τους χορούς και τα τραγούδια μας ξεχάστηκαν στις μεγαλόπολις κι αργοσβήνουν στα χωριά, δεν ξέρω αν κάποιος από μας σήμερα την νύχτα που αλλάζει ο χρόνος βγαίνει έξω για να δει αν τα δένδρα σκύβουν για να φιλήσουν τη γη. Ωστόσο σε καμία περίπτωση, απ’ τη θέση αυτή δεν καταλογίζονται ευθύνες, στους γονείς μας, είτε ζουν, είτε έχουν φύγει για πάντα από κοντά μας, για όσα έκαμαν και για όσα δεν μπόρεσαν να κάνουν, εμείς τους τιμούμε και τους ευγνωμονούμε.

Σήμερα όλη μας πρέπει να ξαναθυμηθούμε όλες εκείνες της ξεχασμένες συνιστώσες τις παράδοσης. Αυτές θα μας βοηθήσουν εμάς και τα παιδία μας να ξαναβρούμε τις αιώνιες αλήθειες, τις αλήθειες που λησμονήθηκαν μέσα στη μέθη της επιστημονικής προόδου και του αποχαλινωμένου ορθολογισμού.

Αυτό που θα πρέπει να απόσχει όλους μας σήμερα στην Ελλάδα και στις χώρες διασποράς είναι το θέμα της Νεολαίας που με πικρία διαπιστώνουμε πως αρνείται την παράδοση της. Αλλά ας μη βιαστούμε ας δούμε τα αιτείς και τους λόγους.

Αν τα παιδιά μας δεν μιλούν την γλώσσα των προγονών μας είναι γιατί δεν την άκουσαν ποτέ και δεν την άκουσαν γιατί πάψαμε να τη μιλούμε εμείς. Αν τα παιδιά μας δεν αγάπησαν τα παραμύθια και τους θρύλους των γονιών μας είναι γιατί πάψαμε να τα διηγούμαστε εμείς. Τα βράδια ολόκληρη η οικογένεια βουβή κι ανήμπορη, παραδίνεται στην τεχνολογική μαγεία της τηλεόρασης. Αν τα παιδιά μας έπαψαν ν’ αγαπούν το παλιό, είναι γιατί μας είδαν να κατεδαφίζουμε το παλιό σπίτι με τα κεραμίδια και την καμινάδα του τζακιού απ’ όπου έμπαιναν οι καλικάντζαροι.

Αν τα παιδιά μας έπαψαν να μας σέβονται είναι γιατί μας είδαν να εγκαταλείπουμε τις αγαπημένες μορφές της γιαγιάς και του παππού τους σε κάποιο χωριό, σε κάποιο γηριατρίο η γηροκομείο.
Αν τα παιδιά μας έπαψαν ν’ αγαπούν τη δουλειά , είναι γιατί από μικρά διαπίστωναν πως αυτή είναι η αιτία που στερούνται τη συντροφιά και το χάδι των γονιών τους. Κάθε πρωί και την ίδια πάντα απαράλλαχτη ώρα παιδία και γονείς αποχαιρετίζονται για να ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους. Ή πάλι τα παιδιά θα κλειστούν στην αυλή του παιδικού σταθμού ή του σχολείου, κι οι γονείς χωριστά τις πιο πολλές φορές θα χαθούν μέσα στο ανώνυμο πλήθος της εργασίας. Η αρνητική στάση της νεολαίας μας, είναι, καλοί μου φίλοι ο άλλος πόλος του παράλογου τρόπου ζωής μας. Είναι καιρός να σταματήσουμε να ζούμε σαν να είμαστε οι τελευταίοι κάτοικοι αυτού του πλανήτη. Είναι καιρός να αισθανθούμε τις πραγματικές μας ευθύνες απέναντι στις μελλοντικές γενεές. Διαφορετικά δεν θα μπόρεσει να ύπαρξη συνέχεια και τα πάντα και τα όσα έχουμε δημιουργήσει εδώ στους αντίποδες του κόσμου θα συμβολίζουν νεκροταφεία με πέτρες χωρίς ονόματα.

Ευχαριστώ


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΚΟΒΡΙΔΗΣ
Μελβούρνη Αυστραλίας

Η Γενοκτονία. Ο Μεγάλος Ξεριζωμός. Η Προσφυγιά.


Η Γενοκτονία. Ο Μεγάλος Ξεριζωμός. Η Προσφυγιά.

«Ιt is the conviction of the International Association of Genocide Scholars that the Ottoman campaign against Christian minorities of the Empire between 1914 and 1923 constituted a genocide against Armenians, Assyrians, and Pontian and Anatolian Greeks.»
Η γενοκτονία των Ποντίων δεν υπόκειται σε ιστορική και πολιτική διαπραγμάτευση. Έχει αναγνωρισθεί κι αποτελεί μια ιστορική πραγματικότητα. Δεν χαρίζουμε σε κανέναν το Αίμα Τους. Δεν ξεχνάμε. <Παρασκευή, 16 Δεκεμβρίου 2011.  Η γενοκτονία μέσα από μαρτυρίες της Λένας Σαββίδου. Στιγμές στο Χρόνο και στη Μνήμη από μια Γενοκτονία ενός λαού αίμα και ρίζα Ελληνικού της Λένας Σαββίδου για την ομογενειακή εφημερίδα Εuropolitis.
Μέσα από μία σειρά άρθρων υπό τον γενικό τίτλο: «Στιγμές στο Χρόνο και στη Μνήμη από μια Γενοκτονία ενός λαού αίμα και ρίζα Ελληνικού» ευελπιστούμε να παρουσιάσουμε στους αναγνώστες μας, πτυχές ενός από τα μεγαλύτερα και μέχρι προσφάτως αποσιωπημένα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Αυτού της εξολόθρευσης των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, με έμφαση στους διωγμούς που υπέστησαν οι Ελληνικής καταγωγής Χριστιανικοί Ποντιακοί πληθυσμοί στις αρχές του 20 ου αι. από τους Νεότουρκους.

<Η γενοκτονία μέσα από μαρτυρίες ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΤΣΙΡΚΙΝΙΔΗ>.

Με πολλά βάσανα επιτέλους φτάσαμε στην Κερασούντα . Η πόλη ήταν γεμάτη από ρακένδυτους πρόσφυγες που έφυγαν από την τρομοκρατία των Τούρκων της υπαίθρου και συγκεντρώνονταν στις πόλεις. Εκεί, στην Κερασούντα, μας προειδοποίησαν οι συμπατριώτες μας ότι μαζεύουν όλους τους Έλληνες και τους μεν μεγάλους τους κλείνουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να τους εξορίσουν κάθε φορά που συμπλήρωνε ο αριθμός των 250 ατόμων, τους δε μικρούς τους οδηγούν με μικρά καΐκια σ’άγνωστα μέρη. Στην εκκλησία δεν συμπληρώθηκε ποτέ ο αριθμός 250, γιατί εκεί χωρίς φαγητά , χωρίς νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι. Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδελφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παρά έξω από την Κερασούντα κι εκεί να τα παραδίδουν στους άγριους Τσέτες αντάρτες. Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής , μέχρι να πεθάνουν.¨πηγή: Χάρης Τσιρκινίδης . «Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου»

<ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΦΙΛΑΝΔΡΟΥ. ΒΟΥΛΕΥΤΟΥ 8 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1921>

«Αι γραίαι και οι γέροντες διεσκορπίζοντο τότε εις τας ερήμους, όπου γυμνοί, άστεγοι και νήστεις σωρηδόν απέθνησκον. Αλλά και οσάκις την μακράν πεζοπορίαν διεδέχετο η διά του σιδηροδρόμου μεταβίβασις των ειλώτων, εξετυλίσσοντο σκηναί φρικτοτέρας τραγωδίας. Εσταμάτα το τραίνον μέσα εις την έρημον, διά να ριφθώσιν απροστάτευτα τα δυστυχή εκείνα πλάσματα εις την διάκρισιν των αγρίων θηρίων και των ανθρωπόμορφων θηρίων. Δυστυχής μητέρα, εστoιβαγμένη μετ’ άλλων γυναικών εντός σκευοφόρου βαγονίου, βλέπουσα κινδυνεύον το τέκνο της από ασφυξίαν, ετόλμησε να ζητήσει βοήθεια. Παρευθύς Τούρκος χωροφύλαξ αρπάσας από την αγκάλην της μητρός το τέκνον της το εξεσφενδόνισεν εκ του παραθύρου εις το κενόν, ενώ το τραίνο εξηκολούθει τρέχον εις την απέραντην έρημον! Άλλαι μητέρες ευρέθησαν παγωμέναι εις τα χιονισμένα όρη με τα δυστυχή μικρά των κρεμασμένα από ξηρούς μαστούς!…».

<ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΟΙΜΕΝΙΔΗ>

«Έβλεπα από το παράθυρο που μετέφεραν τους Ρωμιούς από το διοικητήριο προς το σχολείο. Τότε ακούστηκε μια πιστολιά και στη συνέχεια και άλλες. Φαίνεται ότι ήταν το σύνθημα και άρχισαν να ρίχνουν στο ψαχνό. Δεν άντεξα και πήγα μέχρι το κρεβάτι μου. Έκλεισα τα αυτιά μου , για να μην ακούω. Έπειτα αποκοιμήθηκα λίγο μετά τα μεσάνυχτα.
Την επόμενη πήγα στο παράθυρο και είδα νεκρούς που τους μετέφεραν με τα καρα. Ήταν ένα πρωινό τον Ιούνη του 1920 στο Καβάκ της Σαμψούντας και πήγαινα τότε τρίτη δημοτικού».
<<ΤΑΜΑΜΑ>>
Στο βιβλίο του Γιώργου Ανδρεάδη ‘Η ΤΑΜΑΜΑ», ξετυλίγεται η αληθινή ιστορία μιας μικρής Ελληνοπούλας, κόρης του Παπά-Γιάννη από το χωριό Εσπιε του Πόντου , από όπου και το παρακάτω απόσπασμα:
«Οταν ήρθε και η σειρά του, ο Παπαγιάννης σήκωσε τον άρρωστο αδερφό του από το κρεβάτι και πήγαν στο προαύλιο της εκκλησίας. Εκεί ήταν όλη η χριστιανική Εσπιε. 480 ψυχές ξεκίνησαν την Κυριακή 16 Νοεμβρίου 1916, ώρα 11, για το δρόμο του Γολγοθά. Μόλις οι τελευταίοι χριστιανοί άφηναν το χωριό παίρνοντας το δρόμο για τα βουνά, φανατισμένοι Νεότουρκοι Τσέτες μαζεύτηκαν κοντά στο τζαμί. Από απέναντι και μέσα από το παράθυρο, ο Τούρκος γείτονας Ιμπραχήμ παρακολουθούσε με αγωνία να δει τι θα κάμουν. Σε λίγο έσπασαν την πόρτα του Παπαγιάννη, άρχισαν να πετάνε έξω τα υπάρχοντα του και ετοιμάζονταν για την μοιρασιά. Τότε η ψυχή του Ιμπραχήμ δεν άντεξε για το κακό που γινόταν στους γείτονές του και ιδιαίτερα στον φίλο του τον Παπαγιάννη. Ανοιξε την πόρτα, έτρεξε στην αυλή του Παπαγιάννη και φώναξε στους πλιατσικολόγους: Αλλαχτάν μπουλ (από το Θεό να το βρείτε.) Ήταν το μόνο που πρόλαβε να φωνάξει ο Ιμπραχήμ, αφού η κατάρα του έσβησε με ένα πυροβολισμό. Η σφαίρα βρήκε τον Ιμπραχήμ στο μέτωπο και τον έριξε κάτω νεκρό. Τέσσερις μέρες πέρασαν σαν αιώνας, από την ημέρα που ξεκίνησαν από την Εσπιε. Μέσα σε 4 μέρες, ο Παπαγιάννης έχασε τον αδελφό του και τον αγαπημένο του γιο που με τόσες προσδοκίες έφερε στον κόσμο. Τίποτε πια δεν τον ενδιέφερε. Ούτε που θα πάνε, ούτε αν θα σωθούν, ή αν θα χαθούν. Το ξημέρωμα βρήκε και άλλους νεκρούς. Τα περισσότερα θύματα ήταν μικρά παιδιά. Συνολικά 20 άτομα πέθαναν εκείνο το βράδυ. Μετά από ταλαιπωρίες και πορείες δυόμισι μηνών τα υπολείμματα ενός ζωντανού χωριού έφτασαν στη Σεβάστεια, μόνο…38 ψυχές.»

<<Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΤΟ ΜΠΕΙΑΛΑΝ. ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΑΒΒΑ ΚΑΤΑΡΤΖΗ>>

«Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν. Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος… Άλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια σε σπίτια και σε σταύλους, τρύπωσαν σ’ αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δούν τι θα γίνει… Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι’ οι τσέτες , περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο. Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξέσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκοπάνους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν. Όταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ’ οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρός την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διάταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό. Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Και τότε, σαν λυσσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες. Κι’ όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι’ οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι’ αντιβούϊζε στα γύρω βουνά και δάση… Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής… επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα (χαρτόματα) ν’ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι’ απ’ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τί ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται. Οι μητέρες τρελαμένες, έσφιγγαν, αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν «μάνα, μανίτσα!». Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι’ άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες. Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ’ αυτιά, φωνές μανιακές και κλάματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους – χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη! Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες. Μερικές γυναίκες και κοπέλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά. Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατήρι τους – πυροβόλησαν και τις σκότωσαν. Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι’ έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι’ ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν».
πηγή: Βλάσσης Αγτζίδης
Η γενοκτονία των Ποντίων δεν υπόκειται σε ιστορική και πολιτική διαπραγμάτευση. Έχει αναγνωρισθεί κι αποτελεί μια ιστορική πραγματικότητα.

Το υλικό αντλήθηκε από τον ιστοχώρο του Thalassa Karadeniz. ΛΕΝΑ ΣΑΒΒΙΔΟΥ

Γιωρίκας Κοβρίδης εκ Μελβούρνης Αυστραλία

Αρέσει σε %d bloggers: