Posts from the ‘Βίοι Αγίων του Πόντου’ Category

Η οσία Σοφία της Κλεισούρας, από χωριό της επαρχίας Αρδάσης του Πόντου.


Η οσία Σοφία της Κλεισούρας

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

Η οσία Σοφία (Χοτοκουρίδου) καταγόταν από τον Πόντο, από χωριό της επαρχίας Αρδάσης της Ι. Μητροπόλεως Τραπεζούντος. Το 1914 πήραν οι Τούρκοι τον άντρα της στα τάγματα εργασίας, όπου και μάλλον απεβίωσε. Είχε αποβιώσει και το παιδί της, κι έτσι η νεαρή χήρα κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία. Εκεί της εμφανίστηκε ο άγιος Γεώργιος και την προειδοποίησε για επικείμενη επιδρομή των Τσετών. Η Σοφία ενημέρωσε τους συγχωριανούς της, που κρύφτηκαν και απέφυγαν τον κίνδυνο. Στην ανταλλαγή των πληθυσμών το καράβι που μετέφερε τους συγχωριανούς της Σοφίας στην Ελλάδα κινδύνεψε να καταποντιστεί. Αυτή έβλεπε τα κύματα γεμάτα από Αγγέλους και την Παναγία. Ζήτησε απ᾿ αυτήν να πνιγεί η ίδια και να σωθούν οι συγχωριανοί της. Η Παναγία τους έσωσε όλους. Ο καπετάνιος δεν το πίστευε πώς σώθηκαν κι έλεγε: «Κάποιον άγιο έχουμε.» Οι χωριανοί του απάντησαν: «Τη Σοφία.»

Η Παναγία την έστειλε στο μοναστήρι της στην Κλεισούρα της Καστοριάς, στην Ι. Μονή του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου έζησε ασκητικά για μισό περίπου αιώνα. Εκεί βρήκε έναν ενάρετο ιερομόναχο, τον π. Γρηγόριο, που είχε έλθει από το Άγιο Όρος, ο οποίος την κατάρτισε στη μοναχική ζωή.  Έζησε ασκητικά ως λαϊκή, φορώντας τα μαύρα της χηρείας και της ασκήσεως, καθισμένη πάνω στο τζάκι και αλείφοντας το πρόσωπό της με στάχτη, για να μη φαίνεται η ομορφιά του.

Τα περισσότερα χρόνια τα πέρασε μόνη της, με μόνο τον Θεό, μια και το μοναστήρι έμεινε χωρίς μοναχούς. Υπέμεινε τους δριμείς χειμώνες, με τη θερμοκρασία να πέφτει στους -15 βαθμούς, και την πολλή υγρασία του τόπου. Όταν της έλεγαν ν᾿ ανάψει φωτιά, φώναζε ένα μακρὀσυρτο «Όχι!», που ακόμα ηχεί στα αυτιά όσων την άκουσαν. Κυκλοφορούσε ξυπόλητη, ενώ τα ρούχα της ήταν πάντα κουρελιασμένα και ανεπαρκή για τις συνθήκες της περιοχής. Της έδιναν καινούργια. Δεν τα φορούσε, αλλά τα πρόσφερε σε όσους είχαν ανάγκη. Κοιμόταν και σ᾿ έναν άλλο χώρο, πάνω σε άχυρα, αλλά από κάτω είχε βάλει σουβλερές πέτρες. Δεν λουζόταν ποτέ ούτε χτενιζόταν, και τα μαλλιά της είχαν σκληρύνει πολύ. Όταν κάποτε χρειάστηκε να τα σηκώσει από τα μάτια της, για να βλέπει καλύτερα, αναγκάστηκε να τα κόψει με το ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα. Παρ᾿ όλη όμως την αλουσία, το κεφάλι της ευωδίαζε.

Το φαγητό της ήταν λιτότατο, συνήθως με ό,τι έβρισκε στην περιοχή: μανιτάρια, μούσκλια, αγριόχορτα, φτέρη, φύλλα των δέντρων, ή με λίγη ντομάτα τουρσί, μουχλιασμένη. Τα σαββατοκύριακα έβαζε και μια κουταλιά λάδι στο πιάτο της. Άλλες φορές άνοιγε καμιά κονσέρβα ψάρι και το έτρωγε όταν είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έτρωγε και σε παλιά σκουριασμένα ορειχάλκινα σκεύη, αλλά δεν πάθαινε τίποτα. Όταν κάποιοι διαμαρτύρονταν για τις «υπερβολές» της, τους απαντούσε: «Παιδεύω το σαρκίο μου».

Κι όμως, αυτή η αυστηρή με τον εαυτό της ασκήτρια ήταν πολύ γλυκιά και επιεικής με τους άλλους. Δεν κρατούσε δραχμή από τα χρήματα που της έδιναν, αλλά τα έκρυβε για να τα δώσει στους αναγκεμένους όταν θα ερχόταν η ώρα. Τα τότε κοριτσάκια, σημερινές γερόντισσες της Κλεισούρας, που μιλούσαν ελληνικά και βλάχικα, αγαπούσαν τη συντροφιά της, έστω κι αν δεν καταλάβαιναν τα ποντιακά της. Νουθετούσε τις άγαμες κοπέλες που τύχαινε να παραστρατήσουν, φρόντιζε να παντρευτούν, τις προίκιζε από τα χρήματα που της έδιναν και ανέθετε στην Παναγία την προστασία τους. «Η Παναΐα κι θα χαντ᾿ σας» (δεν θα σας χάσει η Παναγία), τους έλεγε.

Ποτέ δεν πλήγωσε ή στενοχώρησε κανένα. Αν καταλάβαινε ότι κάποιος είχε προβλήματα μέσα του, περνούσε από δίπλα του, του έλεγε ένα δυο λόγια, χωρίς να την αντιληφθούν οι άλλοι, απομακρυνόταν, κι εκείνος την ακολουθούσε. Τον παρηγορούσε, τον συμβούλευε, τον ενίσχυε με τη χάρη του Θεού, κι αυτός έφευγε άλλος άνθρωπος. Έλεγε πολλές φορές: «Αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι». Γνώριζε πολλά σκάνδαλα από ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς… Δεν κατηγορούσε ποτέ κανέναν, αλλά έλεγε: «Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός».

Αγαπούσε και τα ζώα. Είχε μια αρκούδα, που ζούσε στο δάσος και την έλεγε «ρούσα». Ερχόταν κι έπαιρνε τροφή από τα χέρια της, της έγλειφε τα χέρια και τα πόδια από ευγνωμοσύνη κι επέστρεφε στο δάσος. Έβαζε ψίχουλα στα περβάζια των παραθύρων για τα πουλάκια, κι αυτά, όταν η αγία προσευχόταν, φτερούγιζαν γύρω της και κελαηδούσαν. Σαν να ζούσε στον Παράδεισο, πριν από την πτώση.

Είχε κοινωνία με την Παναγία και τους Αγίους. Κάποτε αρρώστησε βαρειά, από σκωληκοειδίτιδα ή κήλη, ώστε να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο. Δεν δέχτηκε γιατρό αλλά ελεγε: «Θα ᾿ρθει η Παναγία να με πάρει από τον πόνο». Έβαζε στουπιά η φυτίλια από τις κανδήλες, ώσπου σάπισε η πληγή κι έβγαζε κακοσμία. Τότε της εμφανίστηκε η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον άγιο Γεώργιο. Της είπε ο αρχάγγελος: «Θα σε κόψουμε τώρα». Αυτή απάντησε: «Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω, και να με κόψεις». Μια «εγχείρηση θα σου κάνουμε», της απαντά. Έγινε η επέμβαση, η Σοφία έγινε καλά και συχνά σήκωνε χωρίς ντροπή την μπλούζα ή το φόρεμά της, για να δείξει στον κόσμο την τομή που έκλεισε μόνη της.

Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 6 Μαΐου 1974. Η ανακομιδή των λειψάνων της έγινε το 1982, και για μέρες ευωδίαζαν βασιλικό.

Κάποιες φορές η αγία έκανε αλλοπρόσαλλα πράγματα, για να μην αποκτήσει φήμη ανάμεσα στους ανθρώπους. Έτσι, πολλοί την παρεξηγούσαν και την αποκαλούσαν «παλάλα», παλαβή. Όσο ζούσε, ήταν γνωστή μόνο στην Κλεισούρα και στη γειτονική περιοχή της Πτολεμαΐδας· δεν είχε ενταχθεί σε κανέναν από τους εκκλησιαστικούς κύκλους που συνηθίζουν να διαφημίζουν τα ενάρετα μέλη τους. Μετά την κοίμησή της όμως, πολλοί, ακούγοντας άλλους να διηγούνται τα θαύματα, τη διάκριση, τις συμβουλές και τη βοήθεια της Αγίας, κατάλαβαν ποιον θησαυρό είχαν δίπλα τους και δεν τον εκτίμησαν.

Όμως οι προσευχές της ίσως να βοήθησαν και κάποιους απ᾿ αυτούς, χωρίς να το αντιληφθούν. Απλοί άνθρωποι διηγήθηκαν ονομαστικώς και ενυπογράφως στον τοπικό επίσκοπο πολλές ιάσεις που έγιναν δια πρεσβειών της, πριν και μετά την οσιακή της κοίμηση, και πώς πολλές φορές τους συμπαραστάθηκε ψυχικά. Έτσι, η Μεγάλη Εκκλησία την ενέταξε πέρυσι στις αγιολογικές δέλτους στις 1 Ιουλίου 2012, έγινε η επίσημη ανακήρυξή της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Καστοριά.

* * *

Οι δια Χριστόν σαλοί εμφανίζονται στη βυζαντινή περίοδο. Είναι κάποιοι, που μετά από πολλή άσκηση, με έμπνευση του Θεού, υποκρίνονται τους τρελούς, «ὑπάγουν, ἐμπαίζουσι τῷ κόσμῳ», όπως λέει ένας άγιος του 6ου αιώνα, ο Συμεών, ο δια Χριστόν σαλός, στον συνασκητή του άγιο Ιωάννη. «Μὴ φοβηθῇς, ἀδελφὲ  Ἰωάννη· οὐ γὰρ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ βούλομαι τοῦτο πράξαι ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ κελεύοντός μοι», τον διαβεβαιώνει, όταν αυτός του εκθέτει τους κινδύνους στους οποίους θα υποβάλει τον εαυτό του.

Ένας λόγος για την προτίμηση αυτής της παράδοξης ζωής είναι η αποφυγή της ανθρωπαρέσκειας και του κινδύνου της υπερηφάνειας. Όπως γράφεται στον βίο του αγίου Συμεών, «ἡ δὲ εὐχὴ πᾶσα αὐτοῦ ὑπῆρχεν τοῦ σκεπασθῆναι αὐτοῦ τὴν ἐργασίαν μέχρι τῆς αὐτοῦ μεταστάσεως ἐκ τοῦ βίου, ἵνα διαφύγῃ τὴν τῶν ἀνθρώπων δόξαν, δι᾿ ἧς παραγίνεται ὑπερηφανία καὶ οἴησις ἡ καὶ ἀγγέλους ἀπολέσασα ἐξ οὐρανῶν.» Κι ο Θεός τον εισακούει. «Καὶ γὰρ τοσαύτας θαυματουργίας αὐτοῦ ἐπιτελέσαντος καὶ τοσαῦτα παράδοξα κατεργασαμένου, […] οὐκ ἐγένετο δήλη ἡ τοῦ ὁσίου έργασία τοῖς ἀνθρώποις», συνεχίζει ο βιογράφος του.

Ένας δεύτερος λόγος είναι η αποφυγή του συγχρωτισμού με τις εξουσίες του κόσμου και η απόρριψη των κοινωνικών συμβάσεων στις οποίες είχαν εθιστεί οι χριστιανοί μετά την επικράτηση της Ορθοδοξίας στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Προσπαθούν να μιμηθούν τους πιστούς των πρώτων αιώνων, που ζούσαν στο περιθώριο της κοινωνίας,  χαρακτηρίζονταν «μωροὶ διὰ Χριστὸν»[1] και γίνονταν «θέατρον … τῷ κόσμῳ καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις» [2] όπως ο Απόστολος Παύλος. Να μιμηθούν τους μάρτυρες και να μαρτυρήσουν με τη ζωή τους πως η κοινωνία αυτή είναι πρόσκαιρη και πως το «πολίτευμα» των χριστιανών βρίσκεται στους ουρανούς[3].

Γι᾿ αυτό και κάνουν σκανδαλώδη πράγματα, διασαλεύοντας την κοινωνική και την εκκλησιαστική τάξη, καταπατώντας επιδεικτικά τη συμβατική ηθική, προκαλώντας αμηχανία και δυσανασχέτηση στους πολλούς, επισύροντας δαρμούς, εξευτελισμούς και την έσχατη κοινωνική απόρριψη. Κάποιοι όμως, διακρίνουν την αγιότητα κάτω από το σχήμα της τρέλας, τους πλησιάζουν, εκπλήσσονται από την ισάγγελη ζωή τους και δέχονται κάτι από τη χάρη του Θεού που έχουν άφθονη. Κάτω από τα προσχήματα μιας ανορθόδοξης και σκανδαλώδους συμπεριφοράς, οι δια Χριστόν σαλοί ευεργετούν τους συνανθρώπους με διδασκαλίες και θαύματα, τους ελέγχουν για παρεκτροπές και τους διορθώνουν, επιβάλλοντας όμως πάντα στους ευεργετούμενους τη σιωπή, για να μην αποκαλυφθούν. Συνήθως, ενώ οι εκκλησιαστικές αρχές τους αγνοούν ή τους καταφρονούν, έχουν ένα εκκλησιαστικό πρόσωπο στο οποίο «αναφέρονται» και μέσω του οποίου διατηρούν δεσμούς και με τη στρατευομένη Εκκλησία. Στο τέλος της ζωής τους, ο Θεός τους δοξάζει με υπερφυσικά φαινόμενα, οι ευεργετηθέντες αποκαλύπτουν τις ευεργεσίες τους κι η Εκκλησία τους τιμά ως Αγίους.

Σε πολλά οι δια Χριστόν σαλοί μάς θυμίζουν και τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ζουν με μεγάλη εγκράτεια και άσκηση, ελέγχουν πλούσιους και υψηλά ιστάμενους, τιμωρούν και κάποιους σωματικά, για το καλό τους. Ενεργούν με μιαν άλλη εξουσία, μη θεσμική, αυτήν από τον Θεό, και διασώζουν το προφητικό χάρισμα μετά Χριστόν.

Οι αυθεντικοί δια Χριστόν σαλοί είναι ελάχιστοι (εκτός από τον άγιο Συμεών, κατά τη βυζαντινή περίοδο γνωρίζουμε την αγία Ισιδώρα της μονής των Ταβεννησιωτών και τους οσίους Θεόδωρο, Παύλο εκ Κορίνθου, Θωμά Αντιοχείας, Μάρκο «τον του Ίππου», Ανδρέα Κωνσταντινουπόλεως και Σάββα τον Βατοπεδινό). Περισσότεροι είναι αυτοί που, όχι από θέλημα Θεού αλλ᾿ από εγωιστικούς λόγους, μιμούνται την ακραία συμπεριφορά τους. Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (692) καταδικάζει τους «υποκρινομένους δαιμονᾶν» και «τρόπων φαυλότητι προσποιητῶς τὰ ἐκείνων σχηματιζομένους»[4]. Η διάθεση όμως κάποιων να υποκρίνονται σαλότητα, για ν᾿ αποκτήσουν κάποια φήμη φανερώνει μια κοινωνία που εκτιμούσε και όσους ζούσαν στα περιθώριά της.

Μάλλον τα άκρα είναι πιο προσφιλή στη ρωσική ψυχοσύνθεση απ᾿ ό,τι στη δική μας. Γι’ αυτό, δια Χριστόν σαλοί με ακραίες συμπεριφορές παρουσιάζονται περισσότεροι στη Ρωσία, μέχρι πρόσφατα. Ο Ταρκόφσκι γράφει γι᾿ αυτούς: «Οι άνθρωποι αυτοί, με την εξωτερική τους κιόλας εμφάνιση, σαν προσκυνητές και κουρελιάρηδες ζητιάνοι, τραβούσαν την προσοχή των «φυσιολογικών» ανθρώπων στις προφητείες, στις εξιλαστήριες θυσίες και στα θαύματα πέρα απ’ τα όρια του «κανονικού» κόσμου. Μόνο η τέχνη διασώζει σήμερα κάποια ίχνη αυτού του υπερφυσικού κόσμου.»[5]. Όμως και στην εποχή του υπήρχαν κάποιοι δια Χριστόν σαλοί στη χώρα του, μόνο που δεν γίνονταν ευρύτερα γνωστοί λόγω της αυστηρής σοβιετικής λογοκρισίας.

Στα καθ᾿ ημάς, κάποιοι Άγιοι κάποιες φορές μεταχειρίζονται σχήματα σαλότητας, για ν᾿ αποφύγουν τον έπαινο του δήμου και τη δόξα των ανθρώπων, αλλά δεν φτάνουν σε ακραίες συμπεριφορές. Έχω υπ᾿ όψιν μου τον άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη (†1924), την αγία Σοφία και κάποιους αγιορείτες του 20ού αιώνα, σαν τον γέροντα Γεώργιο τον αναχωρητή, τον Κώστα τον Καβιώτη, τον γέροντα Ιάκωβο της Νέας Σκήτης (†1982), τον γέροντα Τιμόθεο τηςΚαψάλας  (†1989),τον γέροντα Ηρωδίωνα τον Ρουμάνο (†1990) κι έναν ανώνυμο Ρώσο μοναχό, που είτε είχαν λάβει το μοναχικό σχήμα, είτε περιφέρονταν στο Όρος ως λαϊκοί[6]. Δεν κάνουν εξαλλοσύνες για να προκαλέσουν αλλά υποκρίνονται κάποιες «παραξενιές», μιαν ελαφρότητα ή μια «χαζομάρα», που η συμβατική ηθική πολλών χριστιανών δεν τους τα συγχωρεί. Είναι μια προσπάθεια κυρίως να κρυφτούν αλλά και να δείξουν πόσο διάτρητος είναι ο ηθικισμός που διέσπειραν οι μισιονάριοι κι οι παρεκκλησιαστικές οργανώσεις στη χώρα μας.

Οι Άγιοι, κυρίως όσοι ‒όπως οι προαναφερθέντες‒ δεν έχουν προβληθεί στη διάρκεια της ζωής τους από εκκλησιαστικούς ή άλλους κύκλους, αρδεύουν μυστικά τις χριστιανικές ρίζες του λαού μας, ώστε ν᾿ αντέξει στους ανέμους της εκκοσμίκευσης, της χλιαρότητας, του μηδενισμού, της κάλπικης «προοδευτικότητας», της κυριαρχίας του ευτελούς και κίβδηλου στον δημόσιο λόγο, κλπ. που φυσούν στην επιφάνεια. Στηρίζουν τον λαό και μεσιτεύουν στον Θεό γι᾿ αυτόν. Είναι σαν τους δίκαιους της Παλαιάς Διαθήκης που δεν αφήνουν την κοινωνία να αποσυντεθεί και καταστραφεί. Είναι η μυστική δύναμη του λαού μας. Αυτοί μας τρέφουν πνευματικά κι αποτελούν την ελπίδα μας για το παρόν και το μέλλον.

Μαρτυρίες όσων τη γνώρισαν εν ζωή

σεβ. κ. Θεοκλήτου, μητρ. Φλωρίνης, επιστολή προς τον σεβ. μητρ. Καστορίας κ. Σεραφείμ, 5-4-2011

αρχιμ. Νικηφόρου Μανάδη, αρχιερατικού επιτρόπου Εορδαίας της Ι. Μητροπόλεως Φλωρίνης, επιστολή προς τον σεβ. μητρ. Καστορίας κ. Σεραφείμ, 6-3-2011, όπου γράφει: «Στα χρόνια αυτά της ασκήσεώς της μέχρι και της τελευτής της εκκλησιαζόταν, κοινωνούσε και εξομολογούνταν στους ιερείς της Μητροπόλεως Καστορίας οι οποίοι λειτουργούσαν στο μοναστήρι. Την δε εξόδιο ακολουθία της ετέλεσαν ιερείς των Μητροπόλεων Καστορίας και της γείτονος Φλωρίνης.»

Στέργιου Ν. Σάκκου, καθηγ. Πανεπιστημίου, αχρονολόγητη

Χρήστου Φατούση, υποστράτηγου ε.α. (1998)

Άννας Τρύπη-Μάντη, άρθρο στην εφημερίδα «Κλεισούρα», Μάρτιος 2001, με τίτλο «Αφιερωμένο στην γερόντισσα Σοφία»

Βασίλη Γιαννακόβα, άρθρο στην εφημερίδα «Ελευθερία», 19-2-2009, με τίτλο «Σοφία Χοτοκουρίδου: Μια ξεχασμένη λαϊκή ασκήτρια»

Αναστάσιου Γκοσιόπουλου από την Κλεισούρα, επιστολή προς τον σεβ. μητρ. Καστορίας κ. Σεραφείμ, 7-5-2011

Μαρτυρίες για θαύματα μετά την κοίμησή της

Επιστολή της Γερόντισσας Εφραιμίας, Καθηγουμένης της Ι. Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου Κλεισούρας προς τον σεβ. μητρ. Καστορίας κ. Σεραφείμ, 9-[δεν διακρίνεται ο μήνας]-2011, όπου καταγράφονται 21 μαρτυρίες για θαύματα και εμφανίσεις της Αγίας: 

από 

1) Ζαχαρούλα Κορακάκη από Θεσσαλονίκη, 

2) Κωνσταντίνο και Ευδοξία Σταμίδη, από Ν. Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης, 

3) ανώνυμο παιδάκι, 

4) Δημήτρη από Καβάλα, 

5) από Γ.Π. και Μ.Μ, 

6) Βαΐα Σταμκοπούλου από Σέρβια Κοζάνης, 

7) Βασιλική από Λέχοβο Φλώρινας, 

8) Ε. Τ. από Θεσσαλονίκη, 

9) Ευαγγελία Μαστροσάββα από Αθήνα, 

10) Σοφία Ποντίκα από Θεσσαλονίκη (δεν θυμόταν το όνομά της, την επικαλέστηκε στην προσευχή της, ρωτώντας την πώς τη λένε, κι άκουσε την απάντηση: «Σοφία με λένε»), 

11) Άννα Εφραιμίδου από Βέροια, 

12) Σοφία Μεθενίτη από Αττική, 

13) Κυριάκο και Χρυσή Τιμπέλλου από Βέσελινγκ Γερμανίας, 

14) Θεοδόση Τσιφλάκο από Χαλκίδα, 

15) Αθηνά Ρήγα από Πειραιά, 

16) Ευαγγελία Τσαρουχά από Θεσσαλονίκη, 

17) Αθηνά Ιωαννίδου για τον θείο της Σωτήριο Μητσιούλη από Καναδά, 

18) Αντίκλεια Σπυροπούλου από Κομνηνά Πτολεμαΐδας (θαύμα που έγινε το 1969), 

19) Ειρήνη από Λέχοβο Φλώρινας, 

21) Ζωή από Αθήνα, γεννημένη στην Κλεισούρα (θαυμαστό γεγονός της Αγίας εν ζωή).

Ιερέως Χρήστου Μεσημέρη από την Καστοριά, 8-4-2011

Αθηνάς Ζαχαριουδάκη από Άγιο Χριστόφορο Πτολεμαΐδας, 1998

Μαρίας Μπλάνα από Καταχά Πιερίας, Φεβρουάριος 1999

Βασιλικής Ευταξιάδου από Πτολεμαΐδα, 1999

Χριστίνας Μητσάογλου από Βέροια, 1999

Συμέλας Καπλανίδου από Πτολεμαΐδα

Σοφίας Γιώτα

Νιόβη Κούση

Αναστασίας Τοπάλη, Καρδιά Πτολεμαΐδας

Τα περισσότερα στοιχεία για τον βίο της οσίας Σοφίας προέρχονται από το βιβλίο «Σοφία Χοτοκουρίδου. Μια λαϊκή ασκήτρια», Θεσσαλονίκη 22006. Κάποια βασίζονται σε άρθρα διάσπαρτα σε εφημερίδες και περιοδικά και σε χειρόγραφες ή δακτυλόγραφες μαρτυρίες που έχω υπ᾿ όψιν. Τα αποσπάσματα του βίου του οσίου Συμεών παρατίθενται από το βιβλίο Λεοντίου Νεαπόλεως, Ο άγιος Συμεών ο δια Χριστόν σαλός, Θεσσαλονίκη 1984, που αναδημοσιεύει το κείμενο του Migne (PG 93, 1670-1748).


1. Α΄ Κορ. 4, 10.

2. ό.π., 4, 9.

3.βλ. Φιλ. 3, 20.

4. Από την εισαγωγή του βιβλίου Λεοντίου Νεαπόλεως, Ο άγιος Συμεών ο δια Χριστόν σαλός, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 8.

5.Αντρέι Ταρκόφσκι, Θυσία, Αθήνα 1990, σ. 186.

6. Βλ. Μον. Παϊσίου Αγιορείτου, Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 21993, σσ. 81-85 (γέρο Γεώργιος) και 91-94 (Κώστας ο Καβιώτης), Από την ασκητική και ησυχαστική αγιορείτικη παράδοση, Μεταμόρφωση Χαλκιδικής 2011, σσ. 99-109 (Κώστας ο Καβιώτης), 254-260 (γέρο Ηρωδίων) και σσ. 406-407 (ανώνυμος Ρώσος) και Νικολάου, μητρ. Μεσογαίας, Άγιον Όρος το υψηλότερο σημείο της γης, Αθήνα 2000, σσ. 114-117 (γέρο Ηρωδίων).

Πηγή: http://ahdoni.blogspot.gr

Αρσένιος Εζνεπίδης κατά κόσμον Παΐσιος 1924 – 1994.


Ο βίος του

Παιδική ηλικία

Ο Γέρων Παΐσιος γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία, στις 25 Ιουλίου του 1924. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πρόδρομος και ήταν πρόεδρος των Φαράσων, ενώ η μητέρα του λεγόταν Ευλαμπία. Ο Γέροντας είχε ακόμα 8 αδέλφια. Στις 7 Αυγούστου του 1924, μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, ο Γέροντας βαφτίστηκε από τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, ο οποίος επέμεινε και του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είχε πει.

Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στον Άγιο Γεώργιο στον Πειραιά και στη συνέχεια πήγε στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο. Στην Κέρκυρα η οικογένειά του έμεινε ενάμιση χρόνο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα. Εκεί ο Αρσένιος τελείωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο». Από μικρός συνεχώς είχε μαζί του ένα χαρτί, στο οποίο σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου. Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και διακαώς επιθυμούσε να μονάσει. Οι γονείς του χαριτολογώντας, του έλεγαν «βγάλε πρώτα γένια και μετά θα σε αφήσουμε».

Εφηβικά χρόνια και ο στρατός

Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στο στρατό ο Αρσένιος δούλεψε σαν ξυλουργός. Όταν του παραγγελλόταν να κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ο ίδιος, συμμεριζόμενος την θλίψη της οικογένειας, αλλά και τη φτώχεια της εποχής, δεν ζητούσε χρήματα.

Το 1945 ο Αρσένιος κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε σαν ασυρματιστής κατά τον ελληνικό εμφύλιο. Όσο καιρό δεν ήταν ασυρματιστής, ζητούσε να πολεμά στην πρώτη γραμμή, προκειμένου κάποιοι οικογενειάρχες, να μην βλαφτούν. Το μεγαλύτερο όμως διάστημα της θητείας του το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή. Γι’ αυτό και πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Γέροντας φέροντας ως παράδειγμα την κατά τη στρατιωτική του θητεία αυτή ιδιότητα, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Απολύθηκε από το στρατό το 1949.

Μοναστικός Βίος

Τα πρώτα χρόνια

Ο πατέρας Παΐσιος πρώτη φορά εισήλθε στο Άγιο Όρος για να μονάσει το 1949, αμέσως μετά την απόλυσή του από το στρατό. Όμως επέστρεψε στα κοσμικά για ένα χρόνο ακόμα, προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές του, έτσι το 1950 πήγε στο Άγιο Όρος. Η πρώτη μονή στην οποία κατευθύνθηκε και παρέμεινε για ένα βράδυ ήταν Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στις Καρυές. Εν συνεχεία κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί θα γνωρίσει τον πατέρα Κύριλλο που ήταν ηγούμενος στη μονή και θα τον ακολουθήσει πιστά.

Λίγο αργότερα αποχώρησε από τη μονή και κατευθύνθηκε στη Μονή Εσφιγμένου. Εκεί τελέσθηκε η τελετή της «ρασοευχής» και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος. Και εκεί αμέσως ξεχώρισε για την εργατικότητά του, τη μεγάλη αγάπη και κατανόηση που έδειχνε για τους «αδελφούς» του, την πιστή υπακοή στο γέροντά του, την ταπεινοφροσύνη του, αφού θεωρούσε εαυτόν κατώτερο όλων των μοναχών στην πράξη. Προσευχόταν έντονα και διάβαζε διαρκώς, ιδιαίτερα τον Αββά Ισαάκ.

Το 1954 έφυγε από τη μονή Εσφιγμένου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Φιλοθέου, που ήταν Ιδιόρρυθμο μοναστήρι όπου μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με τονΓέροντα Συμεών θα είναι καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου. Μετά από δύο χρόνια, το 1956, χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του. Ο Γέρων Αυγουστίνος αυτήν την περίοδο απέκτησε στενή σχέση με τον Παΐσιο.

Το 1958, ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με αιχμή το λόγο του Ευαγγελίου. Επί 4 έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον μετριοπαθή χαρακτήρα του.

Από εκεί πήγε στο Όρος Σινά στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Ο Γέροντας εργαζόταν ως ξυλουργός και ό,τι κέρδιζε το έδινε σε φιλανθρωπίες στους Βεδουίνους, ιδίως τρόφιμα και φάρμακα.

Επιστροφή στο Άγιο Όρος

Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος, από όπου δεν ξαναέφυγε ποτέ. Η σκήτη η οποία τον φιλοξένησε ήταν η Ιβήρων. Στο διάστημα που παρέμεινε εκεί, και συγκεκριμένα το 1966, ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Νοσοκομείο Παπανικολάου. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου.

Από τότε άρχισε να δέχεται πολλές επισκέψεις. Ήδη το όνομά του έχει αρχίσει να γίνεται αρκετά γνωστό μακριά από το Όρος και κάθε λογής βασανισμένοι άνθρωποι οδηγούνταν σε αυτόν, μαθαίνοντας για ένα χαρισματούχο μοναχό που ονομάζεται Παΐσιος. Το επόμενο έτος μεταφέρεται στη Μονή Σταυρονικήτα. Βοηθάει σημαντικά σε χειρωνακτικές εργασίες, συνεισφέροντας στην ανακαίνιση του μοναστηριού. Την εποχή εκείνη ήταν υποτακτικός του Ρώσου μοναχού Τύχωνα. Ο άγιος αυτός γέροντας ασκήτευε στο Σταυρονικητιανό κελλί του Τιμίου Σταυρού. Κοιμήθηκε το 1968. Ο Γέροντας Παΐσιος ευλαβείτο πολύ τον γέροντά του και πάντα μιλούσε με συγκίνηση γι’αυτόν. Έμεινε στο κελί του Γέροντα Τύχωνος για ένδεκα έτη μετά την κοίμησή του, πράγμα που ήταν επιθυμία και του ίδιου πριν πεθάνει.

Στην Παναγούδα

Το 1979 αποχώρησε από την καλύβη του Τιμίου Σταυρού και κατευθύνθηκε προς την Μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί εισχώρησε στή μοναχική αδελφότητα ως εξαρτηματικός μοναχός. Εγκαταστάθηκε σε μία καλύβη αφιερωμένη στη γέννηση της Παναγίας (μικρή Παναγία, Παναγούδα) η οποία βρίσκεται είκοσι περίπου λεπτά από την μονή Κουτλουμουσίου, στον δρόμο προς την μονή Ιβήρων. Η Παναγούδα ήταν μία εγκαταλελειμμένη καλύβα και ο Παΐσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο γέροντας στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές.

Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.

Οι ασθένειες του Γέροντα

Το ιστορικό

Το 1966 ο γέροντας νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο Παπανικολάου λόγω βρογχεκτασιών. Μετά την επέμβαση για την αφαίρεσή τους και λόγω της χρήσης ισχυρών αντιβιοτικών ο γέροντας έπαθε ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά προβλήματα. Κάποια στιγμή, ενώ εργαζόταν στην πρέσα που είχε στο κελί του, έπαθε βουβωνοκήλη. Αρνήθηκε να νοσηλευτεί και υπέμεινε καρτερικά την ασθένεια, η οποία του έδινε φοβερούς πόνους για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Κάποια μέρα σε μια επίσκεψή του στη Σουρωτή, κάποιοι γνωστοί του γιατροί κυριολεκτικά τον απήγαγαν και τον οδήγησαν στο Θεαγένειο νοσοκομείο, όπου και χειρουργήθηκε. Παρά την αντίθεση των γιατρών, ο γέροντας συνέχισε τη σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε και άλλο την κατάσταση της υγείας του.

Το τέλος της ζωής του

Μετά το 1993 άρχισε να παρουσιάζει αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ο Παΐσιος βγαίνει για τελευταία φορά από το Όρος και πηγαίνει στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί μένει για λίγες μέρες και ενώ ετοιμάζεται να φύγει ασθενεί και μεταφέρεται στο Θεαγένειο, όπου του γίνεται διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 ο γέροντας χειρουργείται.

Παρότι η ασθένεια δεν σταμάτησε (παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ), ο γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.

Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοινώνουν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) ο γέροντας κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Τελικά ο Γέροντας Παΐσιος απεβίωσε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ώρα 11:00. Ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην επέτειο κοιμήσεως του Γέροντος, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.

Συγγραφικό έργο

Ο Γέροντας Παϊσιος συνέγραψε 4 βιβλία, τα οποία έχουν εκδοθεί από το Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» (Σουρωτή Θεσσαλονίκης). Τα βιβλία αυτά τιτλοφορούνται :

Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (1991)

Ο Γέρων Χατζη-Γεώργης ο Αθωνίτης, 1809-1886 (1986)

Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα (1993)

Επιστολές (1994)

Προτεινόμενη αναγνώρισή του ως Αγίου

Η φήμη του Γέροντα Παΐσιου του Αγιορείτη ως αγίου μεταξύ των ορθοδόξων πιστών είναι μεγάλη, λόγω της προσωπικοτητος, της πνευματικότητας και των χαρισμάτων (διάκρισης, διορατικό, προορατικό, ιαματικό) που σύμφωνα με πλήθος από μαρτυρίες διέθετε. Για τους λόγους αυτούς, ο Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ.κ. Ιερόθεος και ο Θεοφ. Επίσκοπος Μαραθώνος κ.κ. Μελίτων, έχουν προτείνει την κατάταξή του στα δίπτυχα της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως Αγίου.

Πηγές

«Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου», †Ιερομονάχου Ισαάκ, Άγιον Όρος 2004

«Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης (1924-1994) – Μαρτυρίες Προσκυνητών», Χρήστος Ζουρνατζόγλου, Εκδόσεις «Αγιοτόκος Καππαδοκία», 2007.

«Ο Γέρων Παΐσιος», Ιερομονάχου Χριστοδούλου Αγιορείτου, Εκδόσεις «Η Παναγία, Η φοβερά προστασία», Θεσσαλονίκη, 2000

«Γέρων Παΐσιος – Η παιδαγωγική σκέψη του», Γεωργίου Κόλιου, Εκδόσεις «Εν Πλω», 2009

«Ο Ασκητής της Παναγούδας», πρεσβ. Διονύσιος Τάτσης, 1998

«Ο Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης (Μαρτυρία)», †Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Εκδόσεις «Μεταμόρφωσις του Σωτήρος», 2008

«Ο πατήρ Παΐσιος μου είπε…», Αθανάσιος Ρακοβαλής, Θεσσαλονίκη, 1999

«Γέρων Παΐσιος ο Αγιορείτης (1924-1994) – Ο Ασυρματιστής του Στρατού και του Θεού», Δημήτριος Καραΐσκος, Εκδόσεις Γενικού Επιτελείου Στρατού, 2005

http://el.wikipedia.org/wiki/Γέρων_Παΐσιος.

 

Έρθεν γλυκίν το μένεμαν  Χαρίτον

Έρθεν γλυκίν το μένεμαν,

άγιος πως γεννέθεν,

´ς σον κόσμον το 24’,

τα Φάρασα επεντέθεν,

./.

Άμον πουλίν θεούν πουλίν,

μ’ ανάλαφρον καρδίαν,

τον πονεμένον να λαρών,

να δίει την δαρμενείαν,

./.

Παΐσιον ελάλ’ν ατον,

Αρσένιον Εζνεπίδην,

πράσινον ετονε κλαδίν

και ξίχωρον πλουμίδιν,

./.

εδέκεν όλιον την ζωήν

´ς σην προσευχήν κι’ εγάπ-ιν,

να βοηθά τ’ ανήμπορους,

και ν’ εσχωρά τα λάθη,

./.

Εποίν’νεν γην και ουρανόν,

τα πλάσματα ´ς σον κόσμον,

να κλίσκουν ´ς σην ευλάβειαν ατ´,

και σον χριστόν τον λόγον,

./.

έτονε  τριαντάφυλλον,

τ®ιτ®äκι αθισμένον,

ακόμα και ´ς σο τάφοπον,

το χώμαν μυρωμένον,

./.

Προστατεύεται από τον N.2121-1993 περί  Πνευματικών Δικαιωμάτων

 

 

26/8:Ανδριανός και Ναταλία δια ξίφους τελειωθέντες εν Νικομηδεία


Αι οδοί των δικαίων ομοίως φωτί λάμπουσι. προπορεύονται και φωτίζουσιν»1. Ή ζωή και ή συμπεριφορά των δικαίων και ενάρετων ανθρώπων είναι ολόλαμπρη σαν το φως. Βαδίζουν μπροστά και φωτίζουν πάντοτε ‘ με το παράδειγμα τους και με τα λόγια τους. Πράγματι, όταν επί Διοκλητιανοϋ συνελήφθησαν 23 χριστιανοί και ήταν έτοιμοι να μαρτυρήσουν, εκεί κοντά ήταν και ένας 28χρονος νέος, ό Ανδριανός (από τη Νικομήδεια), πού τους ρώτησε αν αξίζει να υπομένουν όλα αυτά τα μαρτύρια. Τότε οι Άγιοι του απάντησαν: «Εμείς υπομένουμε αυτά, για να κερδίσουμε τα αγαθά πού είναι ετοιμασμένα από το Θεό γι’ αυτούς πού πάσχουν για την αγάπη Του, και τα αγαθά αυτά ούτε ακοή μπορεί να ακούσει, ούτε λόγος να περιγράψει». Ηλεκτρισμένος από το θάρρος τους και συνεπαρμένος από τα λόγια τους ό Αδριανός, άστραψε το πρόσωπο του από τη θεία χάρη και δήλωσε στους ειδωλολάτρες χριστιανός. Αυτοί αμέσως τον φυλάκισαν μαζί με τους υπόλοιπους. Όταν το έμαθε αυτό ή γυναίκα του Ναταλία, χάρηκε πολύ και έτρεξε στη φυλακή να ενθαρρύνει τον αγαπημένο της σύζυγο. Έπειτα, αφού τον έβγαλαν από τη φυλακή, του έκοψαν τα πόδια και τα χέρια, και μετά τον έριξαν στη φωτιά. Άλλα ή φωτιά μετά από δυνατή βροχή έσβησε. Ή Ναταλία μαζί με ένα ευσεβή χριστιανό, τον Ευσέβειο, παρέλαβαν το λείψανο του Αδριανού και το έθαψαν με ευλάβεια. Αργότερα, μετακόμισε τα οστά του στην Κωνσταντινούπολη και τα κατέθεσε στην Άργυρόπολη. Έπειτα δίπλα του έθαψαν και την ευσεβή σύζυγο του Ναταλία.
πηγή: Pontosworld.com

3/9 Άγιος Άνθιμος Ιερομάρτυς, επίσκοπος Νικομηδείας..


Έζησε στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. και πατρίδα του ήταν ή Νικομήδεια. Από μικρός διακρίθηκε για τον ευσεβή ζήλο του προς τα θεία. Όταν ενηλικιώθηκε, ή ζωή του ήταν υπόδειγμα σωφροσύνης και αγάπης. Επειδή πλούσια κατείχε το θησαυρό των θείων αληθειών, ή θερμή του διδασκαλία, εμπνεόμενη από αποστολικό ζήλο, έβρισκε σχεδόν πάντα ανταπόκριση στίς ψυχές των πιστών. Ή πνευματική ικανότητα του Άνθιμου ώθησε τους χριστιανούς της Νικομήδειας και τον έπεισαν να γίνει Ιερέας και αργότερα επίσκοπος τους. Όταν, όμως, έγινε ό διωγμός επί Διοκλητιανού, τον κυνήγησαν και τον συνέλαβαν. Ό Διοκλητιανός του πρότεινε να θυσιάσει στους Θεούς για να κερδίσει τη ζωή του, αλλιώς τον περίμεναν φρικτά βασανιστήρια, και του έδειξε το όργανα πού θα τον βασάνιζαν. Ό «Ανθιμος είπε:’Γιατί μου τα δείχνεις; για να με φοβίσεις; Αυτά ας τα φοβούνται εκείνοι, για τους οποίους ή παρούσα ζωή είναι μόνο ηδονή και τη στέρηση της θεωρούν μεγάλη απώλεια. ‘Αλλά σε μένα, όπως και σε κάθε χριστιανό, αυτά δεν ασκούν καμιά γοητεία. Το σώμα μου είναι πρόσκαιρο και ευτελές, πού μόνη γιος Βααξία έχει, όταν αγιασθεί δια του Χριστού και δοθεί εις την κατά Χριστόν ζωή. Επομένως, τιμωρίες και βάσανα είναι για μένα πιο ποθητά από του να αρνηθώ το Σωτήρα μου». Τότε, αφού τον βασάνισαν φρικτά, τελικά τον αποκεφάλισαν.

Αρέσει σε %d bloggers: