Γνωμικά Ποντιακής Διαλέκτου από το γράμμα «Ρ»

Ροΐζω (Κερ. Όφ.) ρούζω (Κοτ. Σαντ. Σεμ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ.) ρόζω (Τραπ. Χαλδ.) (Πίπτω, μτφ καταντώ, έρχομαι, φθάνω, ανήκει, ασθενών, καταρρίπτω, αφαιρώ, εκπίπτω): Τον Τούρκον πη λέει ατον καλός εν’, εφτά χρόνα̤ μετάδοση ‘κί ρούζ’ α̤τον (όποιος λέει πως ο Τούρκος είναι καλός, εφτά χρόνια δεν του ανήκει αγία κοινωνία).

https://atomic-temporary-10404519.wpcomstaging.com/2022/12/16/%ce%b3%ce%bd%cf%89%ce%bc%ce%b9%ce%ba%ce%ac-%cf%80%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%b9%ce%b1%ce%ba%ce%ae%cf%82-%ce%b4%ce%b9%ce%b1%ce%bb%ce%ad%ce%ba%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b1%cf%80%cf%8c-%cf%84%ce%bf-%ce%b3%cf%81-9/