Γνωμικά Ποντιακής Διαλέκτου από το γράμμα «Ρ»
Ροΐζω (Κερ. Όφ.) ρούζω (Κοτ. Σαντ. Σεμ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ.) ρόζω (Τραπ. Χαλδ.) (Πίπτω, μτφ καταντώ, έρχομαι, φθάνω, ανήκει, ασθενών, καταρρίπτω, αφαιρώ, εκπίπτω): Τον Τούρκον πη λέει ατον καλός εν’, εφτά χρόνα̤ μετάδοση ‘κί ρούζ’ α̤τον (όποιος λέει πως ο Τούρκος είναι καλός, εφτά χρόνια δεν του ανήκει αγία κοινωνία).
1 Trackbacks / Pingbacks
Γνωμικά Ποντιακής Διαλέκτου από το γράμμα “Σ” – Pontiakilelapa's Blog 18 Δεκεμβρίου 2022 στο 08:32
[…] Γνωμικά Ποντιακής Διαλέκτου από το γράμμα “Ρ” […]