Από την ιστορία της «Περήφανης βουνίσιας πολιτείας» όπως ονομάζει την αδούλωτη Σάντα του Πόντου, ο Δημήτρης Ψαθάς στο έργο του «Γη του Πόντου», επέλεξα να αναφερθώ σε δύο διαδοχικές πόστες των Σανταίων το Σεπτέμβριο του 1919, θέλοντας να τονίσω τη συμμετοχή των γυναικών στις πόστες.

Η ανάγκη να πουληθούν τα προϊόντα τους και να προμηθευτούν τα χρειαζούμενα ήταν θέμα επιβίωσης για τους κατοίκους της δυσπρόσιτης Επτάκωμης Σάντας. Για να αποφύγουν τις ληστείες σχημάτιζαν πολυμελείς πόστες , με αρκετά άλογα, τις οποίες περιφρουρούσαν οι ένοπλοι Σανταίοι. Κάποιες πόστες, τα τελευταία χρόνια, τις συνόδευαν λίγοι χωροφύλακες. Αρκετές πόστες δέχτηκαν επιθέσεις με οδυνηρά αποτελέσματα, όπως για παράδειγμα στα μέσα Δεκεμβρίου 1917 και στις 9 Μαΐου 1918. Το φόρτωμα του κάθε μέλους της πόστας ήταν των τριάντα και πενήντα οκάδων. Η διαδρομή ήταν δύσβατη και η ανάγκη για συγκοινωνιακές συνδέσεις απασχολούσε πολύ τους Σανταίους, ιδιαίτερα με την Τραπεζούντα.
Ο αριθμός των γυναικών που συμμετείχαν στις πόστες ήταν πολλαπλάσιος των ανδρών. Οι περισσότεροι άνδρες βρίσκονταν στην ξενιτιά για εργασία. Οι γυναίκες έπρεπε να αναθρέψουν τα παιδιά, να φροντίσουν γερόντους, να καλλιεργήσουν, να φροντίσουν τα ζώα, να παράξουν προϊόντα για να τα πουλήσουν και να προμηθευτούν τα απαραίτητα. Διακρίνονταν για την εργατικότητά τους.
Για το ρόλο των ανδρών στις πόστες, το πόσοι, πως και για ποιους λόγους συμμετείχαν, τα τελευταία χρόνια πριν το ολοκαύτωμα της Σάντας, είναι φανερά και στο ημερολόγιο του Κ. Κουρτίδη.
Η πρώτη πόστα ήταν στις 9 με 10 Σεπτεμβρίου και η δεύτερη στις 27 Σεπτεμβρίου 1919 (παλαιό ημερολόγιο). Η πρώτη πόστα αποτελείτο από περίπου 200 γυναίκες και 15 με 20 άνδρες που ανέβαιναν φορτωμένοι με εφόδια από τη Γαλίανα στη Σάντα. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1919, η πόστα δέχθηκε επίθεση στο ύψωμα Κιμισλή από περισσότερους από 100 ένοπλους Τούρκους κακοποιούς με αρχηγό το Σουλεϊμάν Κάλφα που ζητούσε εκδίκηση. Ο κίνδυνος να ληστευθούν, να ατιμωθούν και να σφαγούν γυναίκες και άνδρες ήταν πολύ μεγάλος. Τα περίπου 18 παλικάρια της Σάντας που προστάτεψαν την πόστα, μετά από φοβερή μάχη, την έσωσαν με υπεράνθρωπη αυτοθυσία και ηρωισμό. Όσα συνέβησαν στη μάχη έχουν περιγραφεί από τους ιστοριογράφους της Σάντας και τον Κ. Κουρτίδη. Νεκροί ήταν οι Περικλής Κουφατσής, Νικόλαος Τσιρίπ και Ευστάθιος Πιστοφίδης.
Ελαφρά τραυματίες ήταν ο Δαμιανός Τσιρίπ στον ώμο και ο Φίλιππος Ευφραιμίδης στο μηρό. Οι Τούρκοι είχαν περίπου 6 νεκρούς και αρκετούς τραυματίες που υπέκυψαν στα τραύματά τους.
Στις 25 Σεπτεμβρίου 1919 η Επιτροπή Σανταίων της Τραπεζούντας, με επιστολή προς το «Σύνδεμο Αρωγής προς την Σάντα» στο Βατούμ, αφού τους πληροφόρησε για όσα συνέβησαν, τους ενημέρωσε ότι έγινε η κηδεία των πεσόντων ηρώων πάνδημος και μεγαλοπρεπής, ότι τη διατροφή των οικογενειών αυτών ανέλαβε σύμπασα η Σάντα και ότι το φρόνημα του λαού είναι ακμαίο.
Στάλθηκαν επίδεσμοι και φάρμακα στη Σάντα με τον απεσταλμένο αγγελιοφόρο της Σάντας Αλέξη Τσαρτσή. Επίσης η Επιτροπή τους ζητούσε να τελέσουν στο Βατούμ μνημόσυνο για τους νεκρούς ήρωες και να αποστείλουν απαραιτήτως χρήματα για τις άμεσες ανάγκες των Σανταίων.
Στις 9 Οκτωβρίου 1919 στην εφημερίδα «Ελεύθερος Πόντος» στο Βατούμ δημοσιεύθηκε άρθρο του Α. Τηγανά με τίτλο «Εντυπώσεις από την ομιλία με Σανταία γυναίκα». Πρόκειται για μία από τις γυναίκες της πόστας η οποία μετά την επίθεση, πήρε τα τρία παιδιά της και έφυγε στο Βατούμ, όπου εργαζόταν ο σύζυγός της. Μεταξύ των άλλων συγκλονιστικών λέει : «Αλήθεια πολύ μας ανακούφισαν οι βοήθειες που μας ήρθανε από τη Ρωσίαν, ιδιαίτερα το καλαμπόκι που μας έστειλε το Σοχούμ και οι άλλες βοήθειες της Επιτροπής των προσφύγων. Αλλά αυτές οι βοήθειες ξαλάφρωσαν μόνο το κακό, και, αν η Σάντα δεν μπορέσει να προμηθευθή κάμποσα τρόφιμα ως τώρα τον χειμώνα, ύστερα θα πεινάση και θα έχει να υποφέρει πολύ, πάρα πολύ……. Σας λέω επανέλαβε πάλι με ένα θλιβερό ύφος και ένα βαθύ πόνο ψυχής που ζωγραφίζονταν στην όψη της, μονάχα η πείνα μας αναγκάζει να φύγουμε από την πατρίδα μας, εμείς να την αφήσουμε δεν θέλουμε…..»
Η Επιτροπή των Σανταίων στην Τραπεζούντα με το Φιλ. Χειμωνίδη πληροφορεί, μεταξύ των άλλων, στις 30 Σεπτεμβρίου 1919: «Προ τριών ημερών- πρώτην φοράν μετά την σύγκρουσιν- κατέβηκαν αι γυναίκαι Σανταίαι, 270 τον αριθμόν, αγόρασαν καλαμπόκι και ανεχώρησαν ασφαλώς».
Αν σκεφτούμε αυτές τις γυναίκες φορτωμένες να ανεβαίνουν στη δυσπρόσιτη Σάντα, σε 1500 – 1800 μέτρα περίπου υψόμετρο, με πολύωρο περπάτημα, με αντίξοες καιρικές συνθήκες, με κίνδυνο της ζωής τους από τους Τούρκους ληστές, καθώς και το σωματικό κίνδυνο της υγείας τους, λόγω του φορτίου που κουβαλούσαν, μας δημιουργεί μια από τις εικόνες της Σανταίας γυναίκας. Ήταν μέρος της ζωής της μόνιμο. ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΦΡΟΝΤΊΣΕΙ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΣΟ ΑΝΤΙΞΟΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ!!! ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΑΦΟΡΗΤΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΣΑΝΤΑΣ ΤΟ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ ΤΟΥ 1921, ΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΞΕΡΙΖΩΜΟ!!!
Τις επιστολές της Επιτροπής των Σανταίων στην Τραπεζούντα μπορεί να διαβάσει ο αναγνώστης στο πολύτιμο έργο του καθηγητή Κ.Ε. Φωτιάδη «Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου».
Πηγή: Ευγενία Δ. Μαυροπούλου