Με το γράμμα «Ω» καταλήγει η αποθησαύριση του δίτομου Λεξικού της Ποντικής Διαλέκτου του Άνθιμου Παπαδόπουλου σε σχέση με τις καταλήξεις της ποντιακής μας διαλέκτου. Ελπίζω να φανεί χρήσιμη αυτή η προσπάθεια σε όσους μοχθούν για την διάλεκτο, αναφερόμενος στους ερασιτέχνες του είδους όπως είμαι και εγώ, οι οποίοι θέλουν την διατήρηση και μεταλαμπάδευσή της όπως ακριβώς αρμόζει σε μια «Ελληνική» διάλεκτο. Με σεβασμό σε όσα μας άφησαν οι πρόγονοί μας, Χαριτίδης Κ. Ιωάννης.
-ώνα ιδ. -ώνας: Προήλθε από την αιτιατική των αρχαίων σε «-ών» περιεκτικών ουσιαστικών όπως, κυκεών, λειμών, λυμεών, μελισσών, ποδεών κτλ. Με αυτή σχηματίζονται,1. Ουσιαστικά από ουσιαστικά που δηλώνουν α) Το περιέχον το από του πρωτοτύπου δηλούμενο ή έννοια παραπλήσια όπως, αλάτιση – αλατισώνα (μέρος όπου παρέχεται αλάτι στα ζώα), αφαγία – αφαγώνα (ανεπαρκής σίτιση, ολιγοφαγία), αχάντιν – αχαντώνα (ακανθώνας), πέτρα – πετρώνας – πετρώνα (τόπος πετρώδης), ποδάριν – ποδαρώνας – ποδαρώνα (αποχωρητήριο) κτλ, β) Έννοια μεγενθυντική όπως, γεφύριν – γεφυρώνα, χτίση – χτισώνα (μέγα κτήριο) κτλ, 2. Ουσιαστικά από ρήματα δηλωτικά οργάνου όπως, φυσώ – φυσώνα (φυσητήρας) κτλ.
-ωνάριν ιδ. -ωνάρ’: Κατά ιδιώματα, κατάληξη παραγωγική. Αποχωρίσθηκε από το ουσιαστικό «αχωνάριν» ή προήλθε από θηλυκά περιεκτικά σε «-ώνα» όπως, τα αμάρτηρα «μελισσώνα, ποδώνα, σακκώνα και την κατάληξη «-άριν». Με αυτή σχηματίζονται ουσιαστικά από ουσιαστικά ιδίως περιεκτικής έννοιας όπως, μέλισσα – μελισσωνάριν (μελισσοκομείο), φυτόν – φυτωνάριν (φυτώριο) κτλ.
-ων(ιν): Κατάληξη παραγωγική. Με αυτή σχηματίζονται, 1. Ουσιαστικά από ουσιαστικά που δηλώνουν δοχείο περιέχον το δηλούμενο από το πρωτότυπο όπως, μελεσσίδιν – μελεσσιδώνιν (κυψέλη) κτλ, 2. Ουσιαστικά από ουσιαστικά χωρίς περιεκτική έννοια τα οποία δηλώνουν ότι και το πρωτότυπο όπως, ζυγός – ζυγώνιν (ζυγός, αλλά και μέτρο εκτάσεως στην πορεία του ήλιου ισοδύναμο προς μια ώρα π.χ. Ο ήλεν εξέβεν έναν ζυγόν’ – δύο ζυγώνα̤).
-ώνω: Κατάληξη παραγωγική. Προήλθε από τα σε «-όω» αρχαία ρήματα της τρίτης συζυγίας των περισπωμένων εκ του θέματος του αορίστου σε «-ώσα», δηλαδή κατά το αντίστροφο γραμματικό σχήμα έζωσα – ζώνω, έστρωσα – στρώνω, κτλ. αλλά και έπλωσα – απλώνω, εφανέρωσα – φανερώνω, εφόρτωσα – φορτώνω κτλ. Με αυτή σχηματίζονται 1. Άπαντα τα εκ της αρχαίας κληρονομηθέντα ρήματα της τρίτης συζυγίας των περισπωμένων, ενώ διατηρούν όμως στην παθητική φωνή την κατάληξη «-ούμαι» όπως, απλώ – απλώνω – απλούμαι, στεφανώ – στεφανώνω – στεφανούμαι, φανερώ – φανερώνω – φανερούμαι κτλ, 2. Νεώτερα ρήματα σύνθετα εκ προθέσεως και ουσιαστικού λήγοντα και αυτά στην παθητική φωνή αρχαιοτρόπος σε «-ούμαι» όπως, κατά + καρδία – κατακαρδώνω (λέξη ποιητική που σημαίνει ενθαρρύνω, δίνω θάρρος ) – κατακαρδούμαι (λέξη ποιητική που σημαίνει ενθαρρύνομαι, παίρνω θάρρος) κτλ.
-ωσία: Κατάληξη παραγωγική. Αποχωρίσθηκε από το ουσιαστικό ορθωσία παρεκταμένο τύπο του αρχαίου όρθωσις. Με αυτή σχηματίζονται ουσιαστικά παράγωγα 1. Από ρήματα όπως, περιχώνω – περιχωσία (συνωστισμός πλήθους) κτλ, 2. Από επίθετα όπως, άσ̌κεμος – ασ̌κεμωσία (ασχήμια), άσπλαχνος – ασπλαχνωσία, άταχτος – αταχτωσία, μαλακός – μαλακωσία (περιληπτικώς πράγματα μαλακά) κτλ.
-ώτης -ώτες -ώτας: Κατάληξη παραγωγική. Η αρχαία κατάληξη «-ώτης» όπως, Ηπειρώτης κτλ. Το «-‘ωτας» από την κλητική «-ώτα» του «-ώτης» ή «-ώτες». Με αυτή σχηματίζονται ουσιαστικά από ουσιαστικά που δηλώνουν τον κάτοικο μέρους όπως, χωρίον – χωριώτης, Πράσαρη – Πρασαρώτης, Τσ̌άλιν – Τσ̌αλώτες – Τσ̌αλώτας κτλ.
-ωτικός: Κατάληξη παραγωγική. Αρχαία κατάληξη επιθέτων παραγόμενα από ρήματα σε «-όω» και εχόντων έννοια ενεργητικής μετοχής όπως, δηλωτικός, διορθωτικός, στεφανωτικός κτλ. Η κατάληξη προήλθε από ουσιαστικά σε «-ώτης» μέσω της κατάληξης «-ικός» που δηλώνει τον ανήκοντα στο πρωτότυπο όπως, ιδιώτης – ιδιωτικός, ηπειρώτης – ηπειρωτικός, νησιώτης – νησιωτικός, πατριώτης – πατριωτικός κτλ, από τα οποία αποχωρίσθηκε ολόκληρο το «-ωτικός» ως ίδια κατάληξη. Με αυτή σχηματίζονται επίθετα από ρήματα σε «-ώνω» όπως, δυναμώνω – δυναμωτικός (ισχυρός, δυνατός) κτλ.
-ωτός: Κατάληξη παραγωγική. Προήλθε από τα αρχαία ρηματικά επίθετα σε «-ωτός», επειδή σε αυτά αντιπαράκεινται και τα πρωτότυπα ουσιαστικά, ήταν δυνατόν να προσπέσουν στο γλωσσικό αίσθημα σαν περιεκτικά και της έννοιας αυτών όπως, άγκιστρον – αγκιστρόω – αγκιστρωτός, αγκύλη – αγκυλόω – αγκυλωτός, δίκτυον – δικτυόω – δικτυωτός, πτερόν – πτερόω – πτερωτός, χιων – χιονόω – χιονωτός κτλ. Με αυτή σχηματίζονται επίθετα, 1. Από ρήματα κατά σημασία ισοδύναμα προς την παθητική μετοχή αυτών όπως, βαθουλώνω – βαθουλωτός, βουλώνω – βουλωτός, γλοφώνω – γλοφωτός, εμπαλλώνω – εμπαλλωτός, σουφρώνω – σουφρωτός, φουσκώνω – φουσκωτός, χͮυλώνω – χͮυλωτός κτλ, 2. Από ουσιαστικά περιεκτικά της έννοιας αυτών όπως, αρκούδιν – αρκουδωτός, αχάντιν – αχαντωτός (ακανθώδης), μακρινάριν – μακριναρωτός (επιμήκης, μακρουλός), μελάνιν – μελανωτός (υπομελανώδης), πέτρα – πετρωτός (πετρώδης), σαχτάριν – σαχταρωτός (σταχτώδης) κτλ, 3. Από επίθετα, σπανίως δε και ουσιαστικά και επιρρήματα με έννοια υποκοριστική που δηλώνουν τον έχοντα σε κάποιο βαθμό την ιδιότητα του πρωτοτύπου όπως, αγαθός – αγαθωτός (λιγάκι αγαθός), γλυκύς – γλυκωτός (λιγάκι γλυκός), γέροντας – γεροντωτός, ζαντός – ζαντωτός, παλαλός – παλαλωτός, φτωχός – φτωχωτός, χαμελός – χαμελωτός, και γυναίκα – γυναικωτός (γυναικοπρεπής) και απάνω – απανωτός (ελαφρόμυαλος, λιγάκι κουτός) κτλ.
παρακάτω μπορείτε να αναζητήσετε τα προηγούμενα άρθρα συναφή με τις καταλήξεις της ποντιακής μας διαλέκτου.
Γράμμα Α & Β, Γράμμα Ε, Γράμμα Η, Γράμμα Ι, Γράμμα Λ, Γράμμα Μ, Γράμμα Ο, Γράμμα Π, Γράμμα Σ, Γράμμα Τ, Γράμμα Φ, Γράμμα Ω.