Θα συνεχίσω παραθέτοντας τις καταλήξεις από το γράμμα «Τ» έχοντας ως βοήθημα τον 2ο τόμο του ιστορικού Λεξικού της Ποντικής Διαλέκτου του Αξιομακάριστου Άνθιμου Παπαδόπουλου. Καλή σας ανάγνωση. Χαριτίδης Κ. Ιωάννης.
-τε: Κατάληξη παραγωγική. Από ρηματικά παράγωγα με τις καταλήξεις «-της» και «-τες» και δηλώνουν το δρων πρόσωπο όπως,
κλέφτες, ψεύτες, φταίχτες κτλ. Με αυτή σχηματίζονται από ρήματα, θηλυκά ουσιαστικά δηλωτικά οργάνου όπως, πιρρίφτω (εισάγω τους άρτους στον φούρνο) – πιρρίφτε (το ισόπεδο φτυάρι που εισάγουν τους άρτους στον φούρνο), σωρεύω (μαζεύω, συναθροίζομαι, μαζεύω πύον, ελλατώνω προοδευτικά τις θηλιές πλεκτού, αποτελειώνω την ύφανση) – σωρεύτε(φτυάρι με το οποίο μαζεύουν και απορρίπτουν το χιόνι από την σκεπή της οικίας) κτλ.
-τέας: Κατάληξη παραγωγική. Αποχωρίσθηκε από ονόματα σε «-τέας» σχηματισθέντα διττώς, πρώτον από ονόματα σε «-τες» και την κατάληξη «-έας» όπως, αρπάχτες – αρπαχτέας και δεύτερον από ρήματα σε «-τω» και την κατάληξη «-έας» όπως, αγανχτώ – αγαναχτέας κτλ κατά συμφυρμό της καταλήξεως «-έας» και της αρχαίας «-της». Με αυτή σχηματίζονται προσηγορικά ή επίθετα από ρήματα περιέχοντα την αφηρημένη αυτών έννοια όπως, ανασπάλλω (λησμονώ) – ανασπαλλτέας (αυτός που εύκολα λησμονεί), γουγεύω (φείδομαι, λυπάμαι) – γουγευτέας (ο φειδωλευόμενος, ο γλίσχρος – ανεπαρκής – πενιχρός) κτλ.
-τήριν -τήρι -τέριν -τέρι -τέρ’: Κατάληξη παραγωγική κατά ιδιώματα. Από την αρχαία κατάληξη «-τήριον» που δηλώνει όργανο. Με αυτή σχηματίζονται ουσιαστικά από ρήματα που δηλώνουν 1. Όργανο όπως, αερίζω – αεριστέριν, ακονίζω – ακονιστέριν, ανοίγω – ανοιχτέριν, αρδεύω (ποτίζω) – αρδευτέριν (ποτιστήρι ή σκαλιστήρι με το οποίο διοχετεύουν το νερό για πότισμα), δα̤σκεύω (κατηχώ, συμβουλεύω) – δα̤σκευτέριν (βιβλίο που περιέχει θρησκευτικές συμβουλές), μασώ – μασωτήριν (το δόντι τραπεζίτης), μετρώ – μετρωτήριν (όργανο μετρήσεως), υλίζω (στραγγίζω, διυλίζω, καταστάζω υγρό, γίνομαι διάβροχος ώστε να στάζουν τα νερά από πάνω μου) – υλιστέριν (διυλιστήριο γάλακτος, διυλιστήριο γιαουρτιού), φυσώ – φυσωτέριν (φυσητήρας σιδηρουργού, αλλιώς και φυσώνιν ή φυσών’) κτλ, 2. Σκεύος ή τόπο στον οποίο εκδηλώνεται η ενέργεια του ρήματος όπως, αλμέγω – αλμεχτέριν, ξεραίνω – ξεραντέριν (ξηραντήριο, μέρος όπου αποθηκεύονται τα δημητριακά για να ξηρανθούν) κτλ, Αναλογικά προς τα δηλωτικά δοχείου σχηματίζονται όμοια και από ουσιαστικά όπως, αλάτι – αλατέριν από το διάμεσο αλατοτέριν.
-τζ̌ής: Από την τουρκική κατάληξη «ci». Με αυτή σχηματίζονται ουσιαστικά από ουσιαστικά που δηλώνουν εκείνον που ασχολείται με το πρωτότυπο όπως, ζουρνά – ζουρνατζ̌ής, τσ̌άπουλα (είδος ανδρικού παπουτσιού) – τσ̌άπουλατζ̌ης (ο κατασκευαστής των συγκεκριμένων παπουτσιών) κτλ.
-τήρα, ιδ. -τέρα: Από την αιτιατική των αρχαίων σε «-τήρ» ουσιαστικών που δηλώνουν όργανο όπως, κινητήρ, πτερνιστήρ, σημαντήρ, σφραγιστήρ κτλ. Με αυτή σχηματίζονται ουσιαστικά από ρήματα που δηλώνουν 1. Όργανο όπως, βορίζω (πνέει βόρειος άνεμος, πνέει βορειοανατολικός άνεμος, αερίζω – δροσίζω, παύω να είμαι ερεθισμένος, φυσσώ – αναρριπίζω, λικμώ – λιχνίζω το αλωνισμένο γέννημα με την βοήθεια του αέρα για να αποχωριστεί το πίτυρο, αερίζω υγρή τροφή με το κουτάλι για να κρυώσει) – βοριστέρα (σκεύος με το οποίο αποχωρίζονται τα πίτυρα από το ξεφλουδισμένο στάρι), γλά̤ζω (ολισθαίνω – γλιστρώ) – γλα̤στήρα (μέρος ολισθηρό, αλλά και γλα̤στέριν και γλα̤στερόν), δα̤λύζω (χτενίζω τα μαλλιά με δα̤λυστέρα, ξεμπερδεύω μαλλιά ή νήματα μπερδεμένα, χωρίζομαι, αλλά και δι͜αλύω) – δα̤λυστέρα (το χτένι της κόμης, αλλά και δα̤λυχτέριν), λαΐζω (κινώ – σείω, κλέβω καρπούς από ξένο δέντρο σείων αυτό και προκαλών την πτώση αυτών, εξάγω βούτηρο από το γιαούρτι με το μετεώρως κινούμενου ξυλαγγείου, μοιχεύω, στην παθητική κινούμαι πάνω σε αιώρα, αισθάνομαι ζάλη και κλονίζομαι, καταλαμβάνομαι από κόπωση – είμαι σωματικά εξαντλημένος) – λαϊστέρα (αιώρα – κούνια), σ̌υρίζω – σ̌υριχτέρα (σφυρίχτρα), χωνεύω – χωνευτήρα (το χωνευτήριο του ιερού βήματος, χωνευτήριο στο μέσο του σπιτιού στο οποίο αποχτετεύονται τα νερά, ο στόμαχος) κτλ.
-τής: Κατάληξη παραγωγική. Η αρχαία κατάληξη «-τής» δραστικών ουσιαστικών παραγόμενων από ρήματα όπως, αρνούμαι – αρνητής, δικάζω – δικαστής, εκδικούμαι – εκδικητής κτλ. Με αυτή σχηματίζονται 1. Όπως και στην αρχαία, ουσιαστικά από ρήματα που δηλώνουν το δρων πρόσωπο όπως, αραεύω (ζητώ – αναζητώ – ερευνώ) – αραευτής (εκείνος που αναζητεί και ερευνά να μάθει), αρνίομαι (αρνούμαι, απαρνούμαι – εγκαταλείπω) – ερνίστα – αρνιστής (εκείνος που αρνείται – ο απαρνούμενος), δα̤ρμενεύω (συμβουλεύω) – δα̤ρμενευτής (ο παρέχων συμβουλές, ο νουθετών), δα̤σ̌κέυω (κηρύττω επ’ εκκλησίας, κατηχώ) – δα̤σ̌κευτής (ο διδάσκων επ’ εκκλησίας, ιεροκήρυκας), δουλεύω – δουλευτής (φιλόπονος – εργατικός, αλλά και δουλευτέας – δουλευτά̤ρης), λαλώ – λαλετής (ο εντεταλμένος σαν αγγελιαφόρος σε γάμο ή βαφτίσια ή να αναγγείλει τον θάνατο προσώπου) κτλ, 2. Επίθετα από ρήματα όπως, εξοδεύω – εξοδευτής (πολυέξοδος, σπάταλος).
-τός (Ι) -τόν -τό ή -τος -τον -το: Είναι η αρχαία κατάληξη «-τος» με την οποία σχηματίζονται επίθετα παράγωγα, από ρήματα όπως, αγαπώ – αγαπητός, νοώ – νοητός, ποθώ – ποθητός κτλ. Με αυτή σχηματίζονται 1. Επίθετα όπως, δα̤βάζω (διαβάζω, στην εκκλησιαστική γλώσσα τελώ της συνήθης ακολουθίες με ανάγνωση ή ψαλμωδίες, στην παθητική μου διαβάζουν τις εξορκιστικές ευχές, συμβουλεύομαι – καθοδηγούμαι, ως μετοχή σημαίνει εγγράμματος – λόγιος) – δα̤βαστός (περασμένος – περαστός), δράχνω (παίρνω με την βία – αρπάζω, ανάβω – πυρώνω, στην παθητική – καίγομαι, κολλώ – συγκολώ, μεταφ. εξάπτομαι – γίνομαι έξαλλος λόγω υπερβολικής αγαναχτήσεως) – δραχτός (κολλητός), εμπαλλίζω (μπαλώνω) – εμπαλλιστός (μπαλωμένος) κτλ, καθώς και σύνθετα όπως, κακά + εγβάλλω – κακέγβαλτος (ο δυσκόλως πληρωνόμενος, για οδό ο δυσκόλως διανυόμενος), 2. Ουσιαστικά οργάνου δηλωτικά όπως, σφραγίζω – σφραγιστός κτλ.
-τός(ΙΙ): Κατάληξη παραγωγική. Είναι η αρχαία κατάληξη «-τός» με την οποία σχηματίζονται από ρήματα ουσιαστικά που δηλώνουν το αποτέλεσμα όπως, αμώ – αμητός κτλ. Με αυτή σχηματίζονται ουσιαστικά από ρήματα τα οποία δηλώνουν την αφηρημένη έννοια αυτών όπως, βοώ – βοετός, εγκαλώ (ενάγω κάποιον στο δικαστήριο, μηνύω κάποιον για κολάσιμη πράξη) – εγκαλετός (καταγγελία – μήνυση σε δικαστήριο ή προς τους ανώτερους, αλλά και εγκάλεμαν), φυσώ (επί ανέμου πνέω, επί ανθρώπου εκπνέω, αλλά και εμπνέω, φυσώ κάποιον και μεταφορικά βινώ)- φυσετός (ισχυρός άνεμος) κτλ.
-τούριν ιδ. -τώριν: Κατάληξη παραγωγική. Η μέση κατάληξη «-τώριν» αποχωρισμένη από Λατινικές λέξεις σε «-torium» όπως sistorium, curatorium, praetorium κτλ. Με αυτή σχηματίζονται ουσιαστικά από ουσιαστικά οργάνου δηλωτικά όπως, παιγνή (παιχνίδι, μουσικό όργανο) – παιγνητώριν – παιγνητούριν (κάθε τι που χρησιμοποιείται ως παιχνίδι, άνθρωπος που τον μεταχειρίζονται ως παιχνίδι, μουσικό όργανο) κτλ.
-τρά̤: Κατάληξη παραγωγική. Από την αρχαία κατάληξη «-τρια» θηλυκών προσηγορικών όπως, κλέπτης – κλέπτρια, μαθητής – μαθήτρια, ψάλτης – ψάλτρια κτλ. Με αυτή σχηματίζονται θηλυκά προσηγορικών όπως, ακαμάτης – ακαμάτρα̤, κλέφτες – κλέφτρα̤ κτλ.
-τρον: Είναι η αρχαία παραγωγική κατάληξη «-τρον» ονομάτων από ρήματα παραγόμενα και δηλούνται το όργανο όπως, αρόω – άροτρων, θηρώ – θήραρτον, κομίζω – κόμιστρον κτλ. Με αυτή σχηματίζοντα ουσιαστικά από ρήματα ή ρηματικά ουσιαστικά που δηλώνουν το όργανο όπως, ζυμώνω – ζύμωτρον (η σκάφη του ζυμώματος), φαγετόν – φάγετρον (μεγάλη χάλκινη σουπιέρα).