Σε συνέχεια των καταλήξεων της ποντιακής μας διαλέκτου σας παραθέτω παρακάτω εκείνες από το γράμμα «Ο«. Καλή σας ανάγνωση.

Χαριτίδης Κ. Ιωάννης.

-ότη -ότα̤ -ότε: Κατάληξη παραγωγική. Από την αρχαία κατάληξη «-ότης» όπως, αγαθότης, χρηστότης κτλ. Με αυτή σχηματίζονται αφηρημένα ουσιαστικά, 1. Από ουσιαστικά όπως, αδελφός – αδελφότη – αδελφότα̤ – αδελφότε, γυναίκα – γυναικότα̤ – γυναικότε (ο χαρακτήρας της γυναίκας, η γυναικεία φύση) κτλ, 2. Από επίθετα όπως, αγλήγορος – αγληγορότη – αγληγορότε κτλ.

-ό̤της -ό̤τες: Κατάληξη παραγωγική. Από την μεταγενέστερη κατάληξη «-ιώτης» η οποία δηλώνει κάτοικο ενός τόπου όπως, Ιταλιώτης, Πηλουσιώτης, Σικελιώτης κτλ. Με αυτή σχηματίζονται ουσιαστικά που δηλώνουν κάτοικο τόπου όπως, Μαχαλάδες – μαχαλά – μαχαλαδό̤της – μαχαλαδό̤τες (κάτοικος ενορίας, ενορίτης).

-ότητα: Κατάληξη παραγωγική. Από την αιτιατική των αρχαίων ουσιαστικών σε «-‘οτης». Με αυτή σχηματίζονται ουσιαστικά αφηρημένα δηλωτικά της ποιότητας του πρωτοτύπου όπως, Άνθρωπος – ανθρωπότητα, νέος – νεότητα κτλ.

-ου: Ως συλλαβή ή κατάληξη η οποία βρίσκεται αμέσως μετά την τονιζόμενη συλλαβή διατηρείται ή αποσιωπάται κατά ιδιώματα όπως, άκ(ου)σον, έκ(ου)σα, μαραίν(ου)νταν, ανθρώπ(ου), ανθρώπ(ου)ς, χωρέτ(ου)ς, τραπεζί(ου), χωραφί(ου) κτλ.

-ου: Ως κατάληξη παραγωγική. Από την αιτιατική σε «-ούν» των αρχαίων σε «-ω» Ιωνικών ονομάτων όπως, Αρτεμούν, Δημούν, Ιούν κτλ. Με αυτή σχηματίζονται 1. Θηλυκά προσηγορικών και επιθέτων όπως, Βρωμέας – βρωμού, γλωσσέας – γλωσσού, γυρευός – γυρευού, μερδελέας – μερδελού (τραυλός, -η, -ο, ψευδός, -η, -ο), μισόγλωσσος – μισογλωσσού (βραδύγλωσσος), μυξέας – μυξού, οκνέας – οκνού κτλ, 2. Θηλυκά από ουσιαστικά που δηλώνουν την έχουσα υπό του πρωτοτύπου δηλούμενο όπως, κοπέλιν – κοπελού, ουράδιν – ουραδού (για εκείνη που χώνει παντού την ουρά της και με ραδιουργίες γεννά σκάνδαλα), πίσσα – πισσού (η βρώμικη, η μαύρη σαν την πίσσα) κτλ, 3. Θηλυκά ανδρωνυμιών όπως, Αφεντούλης – Αφεντουλού, Νικόλας – Νικολού κτλ.

-ούδα: Κατάληξη παραγωγική. Από την κατάληξη «-ούδιν». Με αυτή σχηματίζονται θηλυκά προσηγορικά, 1. Από ουσιαστικά όπως, γάλα – γαλατούδα, λαγός – λαγούδα, μαράγγιν – μαραγγούδα (κάθε μαραμμένο πράγμα) κτλ, 2. Από ρήματα όπως, αναβάλλω – αναβαλλούδα (αρουραίος, αλλά και ο άνθρωπος που ενεργεί εις βάρος άλλων λάθρα), καλογεννώ – καλογεννούδα (η γυναίκα που γεννά πολλά και καλά τέκνα) κτλ.

-ούδιν -ούδ’: Κατάληξη παραγωγική. Αποχωρίσθηκε από τα παλαιά σε «-ούδιον» ουσιαστικά όπως, βούδιον, οστούδιον, φλούδιον κτλ. Με αυτή σχηματίζονται ουσιαστικά από ουσιαστικά που δηλώνουν, 1. Υποκορισμό όπως, Αλεπός – αλεπούδιν, άρκος – αρκούδιν, κάτα – κατούδιν, λαγός – λαγούδιν, λύκος – λυκούδιν, μούχτερος – μουχτερούδιν κτλ, 2. Ομοιότητα προς το πρωτότυπο όπως, πέτρα – πετρούδιν κτλ, 3. Πλησμονή του πρωτοτύπου όπως, αχάντιν – (α)χαντούδιν (τόπος γεμάτος αγκάθια), θροφή – θρουφούδιν κτλ.

-ούκης: Κατάληξη παραγωγική. Προέρχεται από την τουρκική κατάληξη «-uk» επεκτεινόμενη από την ελληνική «-ης». Με αυτή σχηματίζονται επίθετα από επίθετα με έννοια μάλλον υποκοριστική όπως, άλαλος – αλαλούκης (κωφάλαλος, άφωνος, σιωπηλός, αλλά και έκπληκτος), άφαγος – αφαγούκης (αυτός που τρώει λίγο), τζιλτού – τζιλτούκης (ο πάσχων από ακράτεια ούρων, κατρουλής) κτλ.

-ούλα: Κατάληξη παραγωγική. Από την λατινική υποκοριστική κατάληξη «-ula» όπως, forma – formula, mulier – muliercula, pagina – paginula κτλ. Η γραφή «-ούλλα» δεν είναι ορθή. Με αυτή σχηματίζονται 1. Υποκοριστικά όπως, άσπρος – Ασπρούλα (όνομα λευκής αίγας), μάννα – μαννούλα, Μαρία – Μαρούλα, μαύρος – Μαυρούλα (όνομα μαύρης αγελάδος) κτλ. 2. Ουσιαστικά από ουσιαστικά ταυτόσημα προς τα πρωτότυπα άνευ έννοιας υποκορισμού όπως, μητρούα (μητρυιά) – μητρούλα (μητρυιά) κτλ.

-ούλης: Κατάληξη παραγωγική. Με αυτή σχηματίζονται επίθετα από επίθετα ή ουσιαστικά υποκοριστικής έννοιας όπως, μαράγγιν – μαραγγούλης κτλ.

-ουλίζω: Κατάληξη παραγωγική. Απο την σύμφρηση των καταλήξεων «-ούλα» και «-ίζω». Κατά τον Γ. Χατζίδη προήλθε από τα αρχαία υποκοριστικά ρήματα σε «-ύλλω» όπως, Εξαπατύλλω, σπερχύλλω κτλ. Με αυτή σχηματίζονται ρήματα μιμητικά από ονοματοποιημένους φθόγγους όπως, βουρδ – βουρδουλίζω, γραφ – γραφουλίζω (γρατζουνίζω, αναρριχώμαι), μουρδ – μουρδουλίζω (επί αρκούδας εκβάλλω υπόκωφο γρυλλισμό, αντηχώ υποκόφως), τζαρμ – τζαρμουλίζω (ξύνω με τα νύχια μου), τζαρφ – τζαρφουλίζω (ξύνω με τα νύχια μου) κτλ.

-ούλ(ιν): Κατάληξη παραγωγική. Από την μέση κατάληξη «-ούλιον» «-ούλα». Με αυτή σχηματίζονται 1. Υποκοριστικά όπως, πάρδος – παρδούλιν, φτερόν – φτερούλιν κτλ, 2. Ουσιαστικά από ουσιαστικά που σημαίνουν ότι και τα πρωτότυπα ή εκείνα που δηλώνουν ομοιότητα προς τα πρωτότυπα όπως, πούρτιν (το τελευταίο μαλλί του λαναρίσματος, το κοντό μαλλί στα πόδια των προβάτων το ακατάλληλο για χρήση, ράκος, κουρέλι) – πουρτούλιν (το τελευταίο μαλλί του λαναρίσματος, κουρέλι) κτλ, 3. Ουσιαστικά από ρήματα με σημασία υποκορισμού όπως, θάφτω – θαφτούλιν (το άξιο να ταφεί).

-ούρα: Κατάληξη παραγωγική. Η μέση κατάληξη «-ούρα». Με αυτή σχηματίζονται ουσιαστικά, 1. Από ρήματα όπως, έδραξα (του δράχνω) – δραξούρα (το φυτό κολλητσίδα), 2. Από ουσιαστικά που δηλώνουν όργανο όπως, στράτα – στρατούρα (όργανο περιστρεφόμενο με το οποίο βοηθούνται τα νήπια να βαδίσουν κρατώντας το όρθιο), 3. Από ουσιαστικά που δηλώνουν τον έχοντα σε μεγάλο βαθμό την έννοια του πρωτοτύπου όπως, λασίον – λασούρα (γυναίκα που περιφέρεται άεργη όλη την ημέρα) κτλ.

-ούρης: Σχηματίσθηκε απο την κατάληξη «-ούριν» παράγωγη από παλαιότερη κατάληξη «-ουρος» όπως, μελανούρος – μελανούριν κτλ. Με αυτή σχηματίζονται, 1. Επίθετα από επίθετα μετά κάποιας έννοιας υποκορισμού όπως, άχαστος – αχαστούρης κτλ, 2. Επίθετα από ουσιαστικά που δηλώνουν πλησμονή όπως, αργάτης – αργατούρης – αργατούραινα (εργατική, φιλόπονη) κτλ.

-ούρ(ιν): Με αυτή σχηματίζονται ουσιαστικά από ουσιαστικά και επίθετα που έχουν την ιδιότητα του πρωτοτύπου όπως, μαλαχτός – μαλαχτούρι (πράγμα μαλακό όχι σφιχτό), πάγος – παγούριν (σταλακτίτης που κρέμεται από την στέγη) κτλ.

-ούσα: Κατάληξη παραγωγική. Με αυτή σχηματίζονται 1. Θηλυκά προσηγορικά α) Από ονόματα όπως, γάλα – γαλατούσα (ο νωπός και γαλακτώδης καρπός του αραβόσιτου), λέχω – λεχούσα κτλ, β) Από ρήματα όπως, βρωμώ – βρωμούσα κτλ, γ) Από επιρρήματα όπως, πανταχού – πανταχούσα κτλ, 2. Θηλυκά επιθέτων που λήγουν σε «-ης» όπως, εμπαθής – εμπαθούσα, ευλαβής – ευλαβούσα, μακρύς – μακρούσα, μαυρομμάτης – μαυρομματούσα κτλ.

-ουσία: Κατάληξη παραγωγική. Αποχωρίσθηκε ως ίδια κατάληξη από το ουσιαστικό «λεχουσία» παρεκταμένο τύπο του «λεχούσα». Με αυτή σχηματίζονται αφηρημένα ουσιαστικά από επίθετα όπως, εφτωχός – εφτωχουσία κτλ.

-ούτζα: Από την κατάληξη «-ούτζης». Με αυτή σχηματίζονται ουσιαστικά από ουσιαστικά μετά ή άνευ υποκορισμού όπως, άλογον – αλογούτζα (το έντομο μάντης ο θρησκευτικός), αλοιφή – αλοιφούτζα (άνθρωπος προσκολλημένος σαν αλοιφή ο οποίος κολακεύει), αχάντιν – αχαντούτζα (ο άκρος βλαστός της βάτου), γάλα – γαλατούτζα (γαλακωδη είδος αγριόχορτου, γαλατίτα), πλάκα – πλακούτζα (μικρή πλάκα, ψωμί λεπτό, είδος λαγάνας) κτλ.

-ούτζης: Η Σλαβικής προελεύσεως μέση κατάληξη «-ούτζης». Με αυτή σχηματίζονται ουσιαστικά από ουσιαστικά μετά ή άνευ υποκορισμού όπως, κλαιμαίας – κλαιμούτζης (κλαψιάρης), λύκος – λυκούτζης (μικρός λύκος), μαντάτον – μαντατούτζης (εκείνος που μεταδίδει λόγους σε άλλον) κτλ.

-ούτζικος: Η μέση κατάληξη «-ούτζικος» κατ’ επέκταση της «-ούτζης» δια της κατάληξης «-ικός». Με αυτή σχηματίζονται υποκοριστικά επίθετα από επίθετα όπως, κοντός – κοντούτζικος, μικρός – μικρούτζικος κτλ. αλλά και «-ίτζικος».

πηγή: Ιστορικό Λεξικό της Ποντικής Διαλέκτου, τόμος Β’