Σήμερα θα αναλύσουμε δύο λέξεις, η οποίες είναι δάνειες τουρκικής και είναι πολύ πιθανόν να προβληματίσουν όσους αναγνώστες δεν είναι καλά εξικοιωμένοι με την ποντιακή μας διάλεκτο. Αυτές οι λέξεις είναι η «Πακλαεύω» και η «Πεκλεεύω«. Η πηγή μας είναι πάντα το «Ιστορικό Λεξικό της Ποντικής Διαλέκτου«, εδώ ο 2ος Τόμος.

Πακλαεύω, Κερασούντα, Κοτύωρα, Σάντα, Τραπεζούντα, Χαλδία.
Αόριστος «επακλάεψα«, Προστακτική «πακλάεψον«, Απαρέμφατο «πακλαέψ(ει)ναι, Παθητική φωνή «πακλαεύκουμαι«, Προστακτική «πακλαεύτ(ου), Μετοχή «πακλαεμένον«.
Προέρχεται από την τουρκική paklamak.
1. α. Καθαρίζω. «Πακλαεύω τα κοκκία» (καθαρίζω το σιτάρι από τις ξένες ουσίες). β. Σκουπίζω, σαρώνω. «Πακλαεύω τ’ οσπίτιν«.
2. Μεταφορικά. Αφανίζω, εξολοθρεύω. Ο Θεόν να πακλαεύ’ σε (αρά)
3. Παθητική. Εμφανίζομαι. Φράση, «Πακλαεύτ’ απ’ αδακέσ’«! (ξεκουμπίσου από εδώ)
Παράγωγο, πακλάεμαν.

Πεκλεεύω, Οινόη, Χαλδία.
Από την τουρικική λέξη beklemek.
Περιμένω. Παροιμία, «Ένοιξεν τα πανία ‘του και τον καιρόν πεκλεεύει ν’ αρμενίζη» (επί ανθρώπου εσχατόγερου ή πνέοντος τα λοίσθια)
Παράγωγο, πεκλέεμαν.