Τη Δά̤σονος τα βάσανα

Πολλά παστρικέσα έτον η σχωρεμέντσα η Δά̤σονα. Όλεν την ημέραν φρίτσι – φρίτς, βρούτσου – βρούτς εσπόγγιζεν και εσίλευεν τα πατώματα. Απ’ έξ’ ίντσαν έρχουντον τσ̌αρούχͮι͜α για γεμενία εφόρνεν, θ’ εβγάλ’νεν ατα, κουντούρας αν έσαν εσπόγγιζεν ατα καλά – καλά. Με τα λερά αν έμπαιν’νεν, η Δά̤σονα εμ εκαλωσώριζεν ατον, έμ απές ‘ς σον νουν ατς έλεγεν: «Να γαγγρούνταν τα ποδάρι͜α σ'».
Όνταν έρθεν ο καιρός ατς ν’ αποθάν’ έρθαν ασ’ σην γειτονίαν γυναίκ’ να παραστέκ’ν ατεν. Οξουκές έβρεχͮεν και ‘ς σα δρόμι͜α έσαν τσ̌αμούρι͜α. Η Δά̤σονα σίτι͜α εψυχωμάχͮηνεν, ένοιξεν τ’ ομμάτι͜α τς, εποίκεν καϊρέτ, ετέρεσεν ολόγερα τα ποδάρι͜α τοι γυναικών και είπεν ατς: – Εσ…εσ…εσπ…εσπούγξε τεν καλά τα πο….δάρι͜α σουν;

Ν. Ε. Απόδοση

Τα βάσανα της Δάσονας
Η συγχωρεμένη η Δάσονα ήταν πολύ καλή νοικοκυρά. Όλη την ημέρα σκούπιζε και σφουγγάριζε τα πατώματα. Από έξω όποιος ερχόταν, τσαρούχια ή γεμενία αν θα φορούσε, θα τα έβγαζε, κουντούρας αν ήταν τα σκούπιζε καλά καλά. Με βρωμιές αν έμπαινε, η Δασόνα και θα τον καλοσώριζε αλλά και θα έλεγε από μέσα της: «Να παραλύσουν τα πόδια σου».
Όταν ήρθε ο καιρός της να πεθάνει ήρθαν από την γειτονιά οι γυναίκες να της συμπαρασταθούν. Έξω έβρεχε και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι λάσπες. Η Δασόνα καθώς ψυχοραγούσε, άνοιξε τα μάτια της με ότι κουράγιο της είχε απομείνει, κοίταξε τριγύρω τα πόδια των γυναικών και τις είπε: – Σκ…σκ..σκουπ…σκουπίσατε καλά τα πό….δια σας;

Τσ̌αρούχͮι͜α: Αντρικά η γυναικεία υποδήματα από ακατέργαστο ή κατεργασμένο δέρμα.

Γεμενία: Αντρικά υποδήματα από κατσικόδερμα

Κουντούρας: Η κοντούρα – τα κοντούρας στον πληθυντικό, ήταν παπούτσι με τακούνι που κατασκευαζόταν από ευρωπαϊκό δέρμα, συνήθως μαύρο. Σκέπαζε όλο το πάνω μέρος του ποδιού και έφτανε έως τον αστράγαλο ή και λίγο πιο ψηλά.