Ο «ανόητος» στην ποντιακή διάλεκτο
(εκ του Ελληνοποντιακού Λεξικού της Ποντιακής Διαλέκτου του Δημητρίου Σ. Νικοπολιτίδη)

Μία από της λέξεις στην ελληνική η οποία έχει πολλαπλάσιες αντίστοιχες στην ποντιακή διάλεκτο είναι και αυτή του θέματος μας. Έτσι λοιπόν ο ανόητος είναι:

Ο αβανάκ’ς, λ. τ. avanak = αγαθιάρης, μωρόπιστος επίθ.,-άκαινα, – κον, = βλάκας, χαζός, κακομοίρης. Παράγωγες λέξεις: αβανακωτά = άμυαλα, χωρίς ώριμη σκέψη, αβανακοτέσσα. Σχετ. φράση: Ατόσον αβανάκ’ς έν’, ούλ’ κουδίζ’ν ατον (= Τόσο χαζός είναι, ώστε όλοι τον εκμεταλλεύονται). (ΞΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ των Γ.Κ.Χατζόπουλου και Παναγιώτας Ιωακειμίδου σελ 6),

Ο αγαθωτός, επίθ. κοινό Από το επίθετο αγαθός και την κατάληξη -ωτός, το οποίο σημαίνει και 1)Ενάρετος, καλοκάγαθος, 2)Επιπόλαιος, ευηθής: Άμον αγαθωτός ομoι͜άζει, σαν ουδέτερο στον πληθυντικό αγαθωτά, ουσ. οι αγαθές, οι καλές πράξεις, οι ευεργεσίες: Εποίκεν πολλά αγαθωτά.(Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου του Άνθιμου Παπαδόπουλου σελ 4),

Ο αγγουρωτός, επίθ. Τραπεζούντα, Χαλδία. Από το μέσο ουσιαστικό αγγουρωτόν, Εκτός από την σημασία του ανόητος, μωρός π.χ. Φρ. Αγγουρωτός και ξαγγουρωτός (επί του λέγοντος ανόητα και ασυνάρτητα), επίσης έχει την σημασία του 1) Αγροίκος στους τρόπους, 2) Ανεπιτήδειος, ανίκανος.(Ι.Λ.Π.Δ. 1 σελ 8),

Ο αγλάανος επίθ., Χαλδία, Αγλάγανος επίθ. Σάντα, Χαλδία. Αγλάγκανος επίθ. Τραπεζούντα, αγνώστου ετυμολογίας. Εκτός από μωρός, ανόητος 1) Αβαθής, ρηχός, 2) Άχαρος, άκομψος. (Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου του Άνθιμου Παπαδόπουλου), λ. τ. στερ. α + ağlamak = κλαίω.(Ξ.Λ.Π.Δ. των Γ.Κ.Χατζόπουλου και Π. Ιωακειμίδου σελ 6),

Ο αγναμάζης, αγναμά’ης αγναμάζαινα, αγναμαζ’κον από την λέξη αγναεύω = καταλαβαίνω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι, λ. τ. anlamak, ağnamak (Χ. Συμεωνίδης, διαλεκτικός τύπος). Είναι αυτός, που δεν καταλαβαίνει, δύστροπος, λ. τ. anlaşılmaz = ακαταλαβίστικος. Σχετ. φράσεις: Ντο λες ΄κί αγναεύω (= Δεν καταλαβαίνω τι λες). Πολλά αγναμά΄ης έν΄ (= Είναι πολύ δυσνόητος, δύστροπος). (Ξ.Λ.Π.Δ. των Γ.Κ.Χατζόπουλου και Π. Ιωακειμίδου σελ 6),

Ο αγνός, επίθετο κοινό, θηλυκό αγνέσσα, εκ του αρχαίου αγνός. Α. Επί ηθικής έννοιας εκτός του ανόητος, μωρός είναι: α)ο αγαθός, απόνηρος, άμεμπτος: Αγνόν καρδίαν έχͮ’, β) ο λίγο εύπιστος, επίσης 1. Σπουδαίος, θαυμαστός: Πολλά αγνόν και θαμαστόν εν’, 2. Αλλόκοτος, παράδοξος, ασυνήθης, Άσμα Έστραψεν και -ν- εβρόντεσεν κι͜ ο κόσμον εχαλάεν/κι͜ ασ’ σον αγνόν τον βοετόν όλεν η γη ελλάεν. 3. Ο προκαλών το γέλιο, ο αστείος: Πε αγνά κι͜ ας γελούμε. 4. Επί ερωτήσεως ποιός: Ντ’ άγνος άθρωπος εν’ π’ έρθεν; (ο αναβιβασμός του τόνου λόγο του προηγούμενου ερωτηματικού «ντο»), Ντ’ άγνα σταφύλα̤ εγόρασες; Β. Επό υλικής έννοιας, 1. Επί φαγητού, το άνευ αρτήματος, νερόβραστο, π.χ. αγνό το τρώει. 2. Για εκείνο το υλικό που υπάρχει κάπου σε μεγάλο βαθμό, π.χ. Αγνό κριθάρι εν’ το ψωμίν, Φρ. Αγνό χολή εκόπεν (εξοργίστηκε). (Ι.Λ.Π.Δ. 1 σελ 14),

Ο άγνωστος, επίθ. Ινέπολη, Κερασούντα, Όφη, Σάντα, Τραπεζούντα, εκ του αρχαίου επιθέτου άγνωστος δλδ ο αδαής, Γνωμικό, Παρά άγνωστος φίλος, κάλλι͜ο γνστικός οχτρός, επίσης Αγροίκος, αδιάκριτος. (Ι.Λ.Π.Δ. 1 σελ 15),

Ο αγροίκιστος, επίθετο κοιν., ανεγροίκιστος Οινόη, Σάντα, Τραπεζούντα, αγροίκετος Ινέπολη, Από το στερητικό α- και το εγροικώ. 1. Ασύνετος, 2. Τραχύς τους τρόπους, σκαίος, αγροίκος, 3.Πτωτοφανής, παράδοξως π.χ. Αγροίκιστα δουλείας ευτάει. (Ι.Λ.Π.Δ. 1 σελ 18),

Ο άλαλος, επίθετο κοινό, εκ του αρχαίου επιθέτου άλαλος. Ως ουδέτερο πληθυντικού άλαρα, άλαθρα, άλαρθα, Κερασούντα, Οινόη. 1) Ο μη λαλών, άναυδος, άφωνος: φρ. άλαλος κι͜ άταφος (για ασθενή βυθισμένο σε λήθαργο) Παροιμία Άλαλος κι͜ αμίλαλος και γαλενόν ποτάμ(ιν) (για άνθρωπο που ουδέποτε αντιλέγει, αλλά πονηρό και ύπουλο), 2) Ήσυχος, πράος, 3) Στις φράσεις Άλαρθα μάλαθρα, άλαρθα μάλαρθα, άλαρα πάλαρα ως επίρρημα: α) Φύρδην μίγδην, άνω κάτω: Άλαθρα μάλαθρα εποίκε μας (μας προξένησε σύγχυση), β) χωρίς σχέδιο ή σκοπό, άσκοπα, τυχαία, κατ’ ευχαρίστηση, Άλαθρα μάλαθρα εποίκε την δουλείαν, γ) Άκαιρα, παράκαιρα: Άλαρα πάλαρα έρχͮεται. Επίσης ως επίθετο Τραπεζούντα από το στερητικό α- και λαλώ, Απρόσκλητος: Άλαλος επήεν ‘ς σον γάμον. (Ι.Λ.Π.Δ. 1 σελ 39),

Ο ανόετος επίθ. Κερασούντα, Τραπεζούντα, Χαλδία, ανόητος Κερασούντα, ανόγετος Κερασούντα, Χαλδία, εκ της αρχαίας ανόητος, ο μη σώφρον σκεπτόμενος, άφρων. (Ι.Λ.Π.Δ. 1 σελ 70),

Ο ανούας, ανούγας επίθ. Χαλδίας, από το στερητικό α- και το ουσιαστικό νους. (Ι.Λ.Π.Δ. 1 σελ 73),

Ο ανούνιστος, επίθ. Κερασούντας, Τραπεζούντας, ανούνιχτος Κερ. Τραπ. Χαλδ., ανούνιγος Κερ. Σάντ. Χαλδ. από το στερητικό α- και το ρ. νουνίζω, ο επίσης αμέριμνος, ο άφρων, ο μη σκεπτόμενος, ο γινόμενος χωρίς σκέψη π.χ. Ανούνιχτα δουλείας ευτάει. (Ι.Λ.Π.Δ. 1 σελ 73),

Ο απελέκητος, επίθ. Νικόπολη, Οινόη, απελέκετος κοιν. απελέτσ̌ετος Όφη, απελέκιστος Αμισό, 1) ο μη πελεκημένος, π.χ ξύλον απελέκετον, 2) Μτφ ο τραχύς στην συμπεριφορά, ο αγροίκος, ο απαίδευτος, 3) Ο μη σωφρονισθείς από την πείρα της ζωής. (Ι.Λ.Π.Δ. 1 σελ 92),

Ο ατζίμιδος, επίθετο Χαλδίας, από το στερητικό α- και το ουσιαστικό τζιμίδιν που σημαίνει μυαλό. (Ι.Λ.Π.Δ. 1, σελ. 158),

Ο Αχλάντς, (θηλ. αχλάναινα, ουδ. αχλάν’κον), χωρίς πληροφορίες.

Ο αχμάκης, επίθετο Κερασούντας, αχμάκ’ς Τραπεζούντα, Χαλδία, αχμάχ’ς Σάντα, Χαλδία, επίθ. λ. τ. ahmak < λ. αραβ. ahmak. Σχετ. φράση: ατόσον αχμάκ΄ς έν΄, ούλ΄ κουδουκίζ΄ν α̤τον (= Τόσο κουτός είναι, ώστε όλοι τον ειρωνεύονται), (ΞΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ των Γ.Κ.Χατζόπουλου και Παναγιώτας Ιωακειμίδου), (Ι.Λ.Π.Δ. 1, σελ. 170) – (Συμπλ. Ι.Λ.Π.Δ. σελ. 24),

Ο βουκάχος, επίθετο Σάντας, Τραπεζούντας, Χαλδίας, από το επίθετο βούκος ή βώκος και β’ συνθετικό αγνώστου ετοίμου. (Ι.Λ.Π.Δ. 1, σελ. 194),

Ο βώκος, επίθετο Αμισού, Κερασούντος, Κοτυώρων, Οινόη, Όφη, Σινώπη, Τραπεζούντα, Χαλδία, εκ του αρχαίου ουσιαστικού Βώκος που σημαίναι βουκόλος. (Ι.Λ.Π.Δ. 1, σελ. 206),

Η γαβάνα ουσιαστικό θηλυκού γένους Αμισός, Κοτύωρα, Όφη, Τραπεζούντα, Χαλδία, ως ουσιαστικό αρσενικού γένους Ινέπολη, Νικόπολη. Από το μέσο ουσιαστικό γάβενον. 1. Δοχείο ξύλινο συνήθως μονόξυλο και σφαιροειδής προς διατήρηση βουτύρου, Υποκ. γαβανόπον. (Ι.Λ.Π.Δ. 1, σελ. 207),

Ο γαβανοκέφαλος επίθετο Τραπεζούντα, Χαλδία, ο έχων κεφαλή όπως η γαβάνα, χοντροκέφαλος. (Ι.Λ.Π.Δ. 1, σελ. 207)

Ο γι͜αβανωτός, επίθετο Σάντα, Τραπεζούντα, Χαλδία, από το επίθετο γι͜αβάν(ιν) και την κατάληξη -ωτός, 1. Επί φαγητού, ο έχων ελάχιστο άρτυμα π.χ. γι͜αβανωτόν φα’είν, μεταφορικά είναι εκτός του ανόητος και ο στερούμενος χάριτον, ο άχαρος.(Ι.Λ.Π.Δ. 1, σελ. 224),

γι͜αβάν΄, το, επίθ. = άπαχο, ψαχνό κρέας, λ. τ. yavan. Παράγωγες λέξεις: Απογι͜αβανούμαι, γι͜αβανωτός = φαΐ χωρίς άρτυμα, ο μωρός, ο κουτός. Σχετ. φράσεις: Το φα΄είν πολλά γι͜αβάν΄ έτον οσήμερον (= Το φαγητό ήταν άνοστο σήμερα). Πολλά γι͜αβανωτός άρθρωπος έν΄ ατός ο παιδάς (= Ο νεαρός είναι πολύ κουτός, ή και αδύνατος). (Ξ.Λ.Π.Δ. των Γ.Κ.Χατζόπουλου και Π. Ιωακειμίδου σελ.20),

Ο έντεκας, επίθετο Κοτυώρων, προερχόμενο από το αριθμητικό έντεκα, π.χ. Φρ. έντεκα κρούει, δλδ η ώρα, αντί για δώδεκα, σκωπτικά. (Ι.Λ.Π.Δ. 1, σελ. 305),

Ο εξαπέσ̌ης, εξαπέσ̌’ς, εξαπέης, επίθετο Χαλδίας, είναι αυτό που λέει μωρά και ανόητα, ο μωρολόγος, π.χ. Αφ’ς ατον, ατος εξαπέης εν’. (Ι.Λ.Π.Δ. 1, σελ. 307),

Ο εχτράμης (Κερασούντα), εχτράμ’ς (Χαλδία), αχτράμ’ς (Σάντα) είναι επίθετο προερχόμενο από το επίρρημα εχτράμα̤ ή αχτράμα̤ π.χ. Φορεί τα ορτάρα̤ τ’ εχτράμα̤, που σημαίνει αντίστροφα. Είναι το επίθετο Αντίστροφος. (Ι.Λ.Π.Δ. 1, σελ. 329),

Ο ζεβζέκης (Τρίπολη), ζεβζέκ’ς (Χαλδία) επίθετο, λ. τ. zevzek. Σχετ. φράση: Πολλά ζεβζέκ΄ς έν΄, ξάι το στόμαν ατ΄ ΄κί κρατεί (= Είναι πολύ ανόητος, δεν κρατάει μυστικό). (Ι.Λ.Π.Δ. 1, σελ. 335) & (Ξ.Λ.Π.Δ. των Γ.Κ.Χατζόπουλου και Π. Ιωακειμίδου σελ.29),

Η ζουδία (Χαλδία),ουσιαστικό στον πληθυντικό τα ζουδίας. Από το αρχαίο ζωόδιο = μικρό ζωγράφημα. Ο μεταπλασμός στο θηλυκό γένος κατά αναλογία του ζωγραφία, 1. Πληθ. εικόνες ζώων, 2. Πράγματα αλλόκοτα π.χ. Απόψ’ έλεπα ‘ς σ’ όρωμα μ’ χͮίλα̤ ζουδίας, 3. Άνθρωπος γελοία ενδεδυμένος (Ι.Λ.Π.Δ. 1, σελ. 339),

Ο καρναλοκέφαλος (Χαλδία) μτφ παράγωγο της λέξης καρνάλ΄, το, ουσ. = αβαθές κοφίνι, μικρή αρτοθήκη πλεκτή σε σχήμα καλαθιού, λ. λ. carnalium = κρεοθήκη > caro-carnis = κρέας. Καρνέα= όση ποσότητα χωράει το καρνάλ΄. Σχετ. φράση: Ο Κωστίκας έτον καρναλοκέφαλος (= Ο Κωστίκας είχε μεγάλο κεφάλι). (Ξ.Λ.Π.Δ. των Γ.Κ.Χατζόπουλου και Π. Ιωακειμίδου σελ.38) & (Ι.Λ.Π.Δ. 1, σελ. 409),

Ο καρσανάς (Κοτύωρα), πληθ. Κσρσανάντ'(οι), από το ουσιαστικό καρσάνιν (Κερασούντα, Νικόπολη), καρσάν’ (Κοτύωρα, Σάντα, Τραπεζούντα, Χαλδία) και την κατάληξη -ας = ο κατασκευάζων και πωλών καρσάνια (σκάφη ζυμώματος ή άλλης χρήσης μονόξυλη), λ. τ. kersen (Κ. Καραποτόσογλου, Αρχείον Πόντου, 37), συνώνυμο της ο καρσανοκέφαλος μτφ (Κοτύωρα). (Ι.Λ.Π.Δ. 1, σελ. 410) & (Ξ.Λ.Π.Δ. των Γ.Κ.Χατζόπουλου και Π. Ιωακειμίδου σελ.38),

Ο κοιμισμένος (κοινό) επίθετο, εκ του ρήματος κοιμίζω (Ι.Λ.Π.Δ. 1 σελ 453),

Ο κοντοκάμισος (Κοτύωρα, Χαλδία) επίθετο προερχόμενο από το επίθετο κοντός και το ουσιαστικό καμίσ(ιν). Στην κυριολεξία σημαίνει αυτός που φορά κοντό πουκάμισο. Εδώ έχει μεταφορική έννοια. (Ι.Λ.Π.Δ. 1 σελ 463),

Ο κοττοβός (Κερασούντα, Σάντα, Χαλδία), επίθετο προερχόμενο απο την λέξη κόττος (αρχαία ο αλέκτωρ δλδ ο πετεινός) και β’ συνθετικό αγνώστου ετοίμου. (Ι.Λ.Π.Δ. 1 σελ 475),

Ο κούκος, κοινή, Ονοματοποιημένο από την φωνή του κούκου, 1. Το πτηνό κούκος π.χ.Φρ. Μανάχος άμον κούκος. Κούκος να φωνάξη ‘ς σο σπίτι σου! (έρημο να γίνει το σπίτι σου, κατάρα), ως επίθετο είναι ο ανόητος, ο μωρός. (Ι.Λ.Π.Δ. 1 σελ 478),

Ο κουτούφαλος, κουτούφαρος (Κερασούντα, Χαλδία) επίθετο, κουτούφαρος (Κοτύωρα), Καθ’ αναλογία από το κουτοκέφαλος, εκ του αμάρτυρον επίθετου κουτός και του ουσιαστικού κεφάλι. (Ι.Λ.Π.Δ. 1 σελ 490),

Ο λαβράκ’ς, Λαβλάκ’ς (Άδισσα) εκ του βλάκα π.χ. χάσον τον λαβλάκ΄(Λεξικό της Ποντιακής Διαλέκτου του Στάθη Αθανασιάδη «Γεροστάθη» σελ 186),

Ο λάλος επίθετο (Νικόπολη) θηλ. λάλα (Σάντα, Χαλδία) εκ του αρχαίου επιθέτου λάλος, λαλωτός (Χαλδία) επίθετο θηλ. λαλωτέσσα. (Ι.Λ.Π.Δ. 1 σελ 512),

Ο λοπούτης (Ινέπολη), λοπούτ’ς (Κοτύωρα, Χαλδία) επίθετο από το ουσιαστικό λοπούτ(ιν) λ.τ. Lobut = ράβδος κοντόχονδρη, εκτός του ανόητος σημαίνει 1. Ασύνετος, αστόχαστος, 2. Χοντροκέφαλος, Σχετ. φράση: Πολλά λοπούτς έν΄, ο νους ατ΄ ξάι ΄κί κόφτ΄ (= Είναι χοντροκέφαλος, δεν του κόβει καθόλου). (Ι.Λ.Π.Δ. 1 σελ 532) & (Ξ.Λ.Π.Δ. των Γ.Κ.Χατζόπουλου και Π. Ιωακειμίδου σελ.50)

Ο λάγκος (Κερασούντα) επίθετο, αγνώστου ετύμου. (Ι.Λ.Π.Δ. 1 σελ 508),

Ο λάγγος επίθετο κατά Ι Κανονίδη ο βλάκας, π.χ. Νέπρε λάγγον, έχασες τ’ αχούλ’ι-σ’!! (Λεξικό της Ποντιακής Διαλέκτου του Στάθη Αθανασιάδη «Γεροστάθη» σελ 186),

Ο μαγκαφάς (Σάντα, Τραπεζούντα) επίθετο λ.τ. mankafa = ανάπηρος, ασθενής, ελλειπής, μεταφορικά ο διανοητικώς ανάπηρος, δύσνους, χαζός, ο μωρός. Παράγωγη λέξη ο μαγκαφάνος. (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 3) & (Ξ.Λ.Π.Δ. των Γ.Κ.Χατζόπουλου και Π. Ιωακειμίδου σελ.50),

Ο μώμος (Αμισό), μωμός (Οινόη), εκ του αρχαίου ονομ. Μώμος = ο προσωποποιημένος Θεός της μομφής, μωμότσ̌ης (Αμισό) επίθετο από το μώμος και β’ συνθετικό άγνωστο. (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 68),

Ο μουμιερός (Οινόη) επίθετο αγνώστου ετύμου. (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 58),

Ο μωρόγνωμος (Χαλδία) επίθετο, από το επίθετο μωρός και το ουσιαστικό γνώμη. Είναι και ο Εύπιστος. (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 69),

Ο ξυλαγγουρωτός, εκ των ξύλον και αγγούρι, ξυλάγγουρον, άνθρωπος αδέξιος και ως προέκταση ο ανόητος. (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 98),

Ο περαθέμπερος, (Τραπεζούντα), επίθετο εκ του επιρρήματος πέραθεν – πέραν, π.χ. περαθέμπερα λόγι͜α. (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 177),

Ο πουταλάς (Κερασούντα, Τραπεζούντα) επίθετο εκ της λ.τ. budala, Παράγωγη λέξη: Πουταλοσύνι͜α = κουταμάρα. (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 228) & (Ξ.Λ.Π.Δ. των Γ.Κ.Χατζόπουλου και Π. Ιωακειμίδου σελ.69),

Ο ρέφανος (Κοτύωρα), επίθετο (άγνωστης σημασιολογικής εξέλιξης), από το ουσιαστικό ρέφανον (το αρχαίο Ιωνικό ουσιαστικό) = φυτό εδώδιμο που έχει καυστική γεύση, ρεπανάκι. (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 250),

Ο σαλαλός, κατά Γ. Χατζιδάκη εν Αθήν. 24, 5 κατά σύμφυρση του μεταγενέστερου επιθέτου σαλός=ευθηθής και του παλαλός. (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 260),

Ο σαλαχόρης επίθετο αμάρτυρον, σαλαχόρτς (Σάντα) Πιθανώς λ.τ. salak = ηλίθιος και β’ συνθετικό άγνωστο. (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 261),

Ο σεύτελος (Κοτύωρα, Σάντα, Χαλδία) σευτέλης (Κερασούντα) σευτελής (Χαλδία), εκ του ουσιαστικού σεύτελον το κοινόν (Αρχαίο Ιωνικό σεύτλον) όπου το (ε) αναπτύχθηκε ως φθόγγος συνοδίτης και είναι το τεύτλον, σέσκουλο. (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 275),

Ο σολόπης επίθετο αμάρτυρον, σολόπ’ς – σολόψ (Σάντα), αγνώστου ετύμου. (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 299), κατά (Ξ.Λ.Π.Δ. των Γ.Κ.Χατζόπουλου και Π. Ιωακειμίδου σελ.76) λ. τ. şorolop.

Ο σερσερής, χωρίς πληροφορίες.

Ο σερσέμης επίθετο αμάρτυρον, σερσέμ’ς (Τραπεζούντα, Χαλδία), σερσέμψ (Χαλδία) λ.τ. sersem, 1. Παραζαλισμένος μέχρι αναισθησίας, αφηρημένος, χαμένος. (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 274),

Ο σόρδολος (Οινόη) επίθετο, θηλ. σορδολέσσα, κατά Χ. Συμβουλ εκ του λατινικού sordiadulus = ρυπαρός, 1. Ο αηδώς διαιτώμενος και απρεπώς φερόμενος, ρυπαρός. (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 300),

Ο ταγκαλάκης επίθετο αμάρτυρον, ταγκαλάκ’ς (Σάντα, Χαλδία) θηλ. ταγκαλάκαινα, λ.τ. tangalak=χονδροειδής, ακατέργαστος, αδιάκριτος, ανόητος. Παροιμία: Η κάτα ‘ς σο κρέας ‘κ’ έφτανεν κ’ έλεεν, ταγκαλάκ’, Παρασκευή εν’ (επί προφάσεως προς δικαιολογηση της αποτυχίας από την απόκτηση πράγματος επιθυμητού), Πολλά ταγκαλάκ΄ς είσαι, το στόμα σ΄ ΄κί κρατείς (= Είσαι πολύ φλύαρος δεν κρατάς μυστικό (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 354) & (Ξ.Λ.Π.Δ. των Γ.Κ.Χατζόπουλου και Π. Ιωακειμίδου σελ.77),

Ο τεβεκελής (Σάντα, Τραπεζούντα, Χαλδία), τα̤βα̤κιαλής (Χαλδία), θηλ. τεβεκελήσα, τα̤βα̤κι͜αλήσα, ουδέτερο τεβεκελίν, τα̤βα̤κι͜αλίν, λ.τ. devekeli. Μτφ είναι το άσκοπο το μάταιο π.χ. Δουλείας τεβεκελία (έργα άσκοπα). (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 365),

Ο τεκελτέας επίθετο αμάρτυρον, θηλ. τεκελτού λέξη ξένη, τεκελτάρης επίθετο αμάρτυρον, ουδέτερο τεκελτάρ’κον (Χαλδία), τεκελτέρ’κον (Χαλδία) είναι και ο Αστείος. (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 365),

Ο τεπός (Χαλδία) επίθετο αγνώστου ετύμου. (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 368),

Ο τζαννός επίθετο (Αμισό, Ινέπολη, Οινόη, Σινώπη, Τραπεζούντα, Από το παρ. Ησύχιου σάννας=τρελλός, επίσης σημαίνει και πεισματάρης, επιπόλαιος. (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 376),

Ο τιβτιρίκος, χωρίς πληροφορίες.

Ο τιβανές ο, Ματσούκα λ.τ. divane = ανόητος. (Λεξικό της Ποντιακής Διαλέκτου του Στάθη Αθανασιάδη «Γεροστάθη» σελ 326),

Ο τρανοκέφαλος (Κοτύωρα, Χαλδία) επίθετο από το επίθετο τρανός και το ουσιαστικό κεφάλιν, ο έχων μεγάλο κεφάλη, κεφαλάς και μεταφορικά μωρός ανόητος. (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 411),

Ο τυλιγαδοκέφαλος επίθετο αμάρτυρον, τουλ’γαδοκέφαλος (Χαλδία), από το ουσιαστικό τυλιγάδ(ιν) και κεφάλ(ιν), ο έχων ακτένιστο το κεφάλι του και μεταφορικά ο ανόητος. (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 439),

Ο χαϊβανάς (Σάντα) από το ουσιαστικό χαϊβάν(ιν) και την κατάληξη -ας, είναι ο ζωώδης και ο μωρός. (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 484),

Το χͮηνάρ(ιν) (Σινώπη), χͮι͜ονάρ(ιν) (Οινόη), χͮι͜ονάρι (Οινόη), χͮι͜ονάρι (Αμισό), χͮονάρ’ (Κοτύωρα) επίθετο, από το αρχαίο ουσιαστικό χηνάριον υποκοριστικό του χην. το χͮι͜ονάριν εκ παρετυμολογίας προς το χͮι͜όνιν (χιόνι) λόγω του λευκού του χρώματος, εκτός της σημασίας θέματος είναι το οικόσιτο πτηνό χήνα. (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 511),

Ο χομπούλης επίθετο αμάρτυρον, χͮομπούλτς (Κοτύωρα), χͮουμπούλτς (Χαλδία), λ. τ. humbul = βλάκας (Ι.Λ.Π.Δ. 2 σελ 518) & (Ξ.Λ.Π.Δ. των Γ.Κ.Χατζόπουλου και Π. Ιωακειμίδου σελ.97).