Ξερριζώνω – ξε
Ξερριζώνω. Στην Ποντιακή Διάλεκτο δεν εχρησιμοποιείτο η λέξη ξερριζώνω. Το νόημα που εκφράζει η νεοελληνική λέξη ξερριζώνω στην Ποντιακή Διάλεκτο αποδίδεται με τις εξής λέξεις : αποφυτεύω, απορριζώνω, αποχταλώνω, αχπάνω.
- Αποφυτεύω (Χαλδ. Τραπ.), προέρχεται από την πρόθεση από και το ρήμα φυτεύω. Σημαίνει : ξερριζώνω φυτό
-Η Μαρία αποφυτεύ’ τα λάχανα. - Αποχταλώνω (Χαλδ., Τραπ., Κερ.) σημαίνει : α)Μετατοπίζω, β)Μετοικώ, Αχπάνω (κοινό), προέρχεται από το αρχαίο ρήμα εκσπώ = τραβάω προς
τα έξω. Σημαίνει :
α)Αποσπώ π.χ.
-Αχπάνω έναν κλαδίν ασ’ σο δεντρόν, Αμετάβατο σημαίνει αποσπόμαι
-Εχπάεν η καρδία μ’ (τρόμαξα),
-Αχπάνει με η κλαίη (με πιάνουν τα κλάματα),
β)Ξερριζώνω π.χ. -Αέρας έχπασεν τα φυτά
γ)Μαδώ π.χ. -Κλαίει κ’ αχπάν τα μαλλία τ’ς,
-Ασ’ σ’ ωβόν μαλλίν αχπάν’,
δ)Στον αόριστο της ενεργητικής φωνής σημαίνει : ξεκίνησα προς αναχώρηση π.χ.
-Εχπάστεν να πάει ’ς σο σκολείον.
Ξε
Ξε (Χαλδ., Τραπ. Σάντα. Σιν. Οιν. Κοτ. Κερ.), ξι (Ιν. Κερ. Τραπ. Τριπ.) Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση εκ – εξ.
Σημαίνει : Σε σύνθεση με ρήμα :
Παύει η ενέργειά του π.χ. :
-Τρώγω – ξετρώγω (τελειώνω το γεύμα μου),
-Χτίζω – ξεχτίζω (τελειώνω το χτίσιμο),
Την ίδια έννοια έχει και σε σύνθεση με ρήματα που παράγονται από ουσιαστικό π.χ. :
-Δουλεία – ξεδουλίζω (τελειώνω την εργασία μου)
Επιτείνεται η ενέργεια :
-Μαθάνω – ξεμαθάνω (μαθαίνω πολύ καλά)
-Λουτρίσ̌κουμαι (λούζομαι καλά στο λουτρό)
–Σε σύνθεση με επίθετο ή επίρρημα επιτείνει την έννοια αυτού :
-Ανάσ̌κελα – ξανάσ̌κελα (τελείως ανάσκελα)
-Καλός – ξέκαλος (πολύ καλός)
–Σε ρήματα που παράγονται με σύνθεση ουσιαστικού έχει άλλη
έννοια :
-Κοιλία – ξεκοιλι͜άζω (ανοίγω την κοιλιά, ξεκοιλιάζω)
-Κορμός – ξεκορμίζω (χωρίζω τον κορμό ρούχου)
-Κουκκούδ’(ιν) – ξεκουκκουδι͜άζω – ξεκουκκουδώνω (σε
ανθρώπινο δέρμα = φυτρώνω , δημιουργούνται σπυριά)