Αναμνήσεις από την τελευταία ημέρα της Σάντας – Ανδρέα Σπυράντη. Κατά το έτος 1921, το οποίο ήταν και το τελευταίο έτος λειτουργίας του φροντιστηρίου Τραπεζούντας (όπως έλεγαν το γυμνάσιο Τραπεζούντας) μετά το πέρας των μαθημάτων, με τον συμμαθητή μου Λαζαρίδη Θεόδωρο μετέπειτα δικηγόρο.

 ΘΕΜΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΝΔΡΕΑ ΣΠΥΡΑΝΤΗ No 2

Αναμνήσεις από την τελευταία ημέρα της Σάντας – Ανδρέα Σπυράντη.

1) Κατά το έτος 1921, το οποίο ήταν και το τελευταίο έτος λειτουργίας του φροντιστηρίου Τραπεζούντας (όπως έλεγαν το γυμνάσιο Τραπεζούντας) μετά το πέρας των μαθημάτων, με τον συμμαθητή μου Λαζαρίδη Θεόδωρο μετέπειτα δικηγόρο Δράμας και τον ξάδελφό μου Ευριπίδη Χειμωνίδη τελειόφοιτο τότε του Γυμνασίου, αναχωρήσαμε, με ομάδες Σανταίων, οι οποίοι κατέβηκαν στην τραπεζούντα για προμηθείες, για τις θερινές διακοπές στη Σάντα. Ξεκινήσαμε, όπως γινόταν για την διαδρομή αυτή, πολύ πρωί και κατά τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας, φτάσαμε διαμέσου Όλασας στο υπερκείμενον του βουνού σπήλαιον όπου και διανυκτερεύσαμε. Ο καιρός , όπως πάντα κατά την εποχή εκείνη, ήταν ομιχλώδης και βροχερός.

Την επόμενη και πάλι, πολύ πρωί ξεκινήσαμε και το απόγευμα φθάσαμε στη Σάντα, η οποία κατά την περίοδο εκείνη ήταν αραιοκατοικημένη. Η κατάσταση στη Σάντα, κατά την άφιξή μας δεν παρουσίαζε τίποτα το ιδιαίτερο και καμία ένδειξη δεν υπήρχε για το τραγικό τέλος που επρόκειτο μετά δύο περίπου μήνες, από την άφιξή μας, να επέλθει.

Την 15ην Αυγούστου γιορτή της Μονής Σουμελά, όπως γινοταν κάθε έτος, έγινε και τότε εκδρομή για την Μονή, στην οποία πήρα μέρος κι εγώ. Την μεθεπομένη επιστρέψαμε και πάλι στη Σάντα χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο να παρουσιασθεί. Σημειώνω την εκδρομή αυτή γιατί επρόκειτο να παίξει σημαντικό ρόλο,  στην μετέπειτα τραγική μου ιστορία.

Τα πάντα στη Σάντα ήταν ήρεμα, οπότε ένα βροχερό απόγευμα των πρώτων ημερών του μηνός Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους έφτασε στο χωριό των Ισχανάντων τακτικός τουρκικός στρατός. Κανείς βέβαια και πάλι δεν φανταζόταν τον σκοπό της αφίξεώς του και όλοι το απέδωσαν στις συνήθεις κατ’ αραιά διαστήματα επισκέψεις τουρκικών αρχών για αναζήτηση ανυπόταχτων Σαντέων.

2) Πάντως οι ένοπλοι Σανταίοι με τις οικογένειές τους την νύχτα της 8/9/1921 με όσα τρόφιμα μπορούσαν να φέρουν μαζί τους, έφυγαν προς το μέγα σπήλαιον στην βόρεια περιοχή της Σάντας, όπου συνήθως κατέφευγαν για τις ένοπλες επιχειρήσεις τους. Ο πανικός μεταδόθηκε και στα γειτονικά χωριά Πινιατάντων και Τερζάντων, πολλοί κάτοικοι των οποίων την νύχτα έφυγαν προς το σπήλαιον, μεταξύ των οποίων κι εγώ κι ο Λαζαρίδης.

Όλοι ήταν βέβαιοι ότι η περιπέτεια αυτή δεν θα ήταν μεγαλύτερη των δύο έως τριών ημερών και τα τουρκικά στρατεύματα θα αποσύρονταν και εμείς θα επιστρέφαμε και πάλι στα χωριά μας. Η χωρητικότητα του σπηλαίου ήταν μικρή και την κατέλαβαν οι προνομιούχες των ενόπλων οικογένειες, όλοι οι άλλοι, ως κι εγώ καταφύγαμε και παραμείναμε κάτω από τα γειτονικά έλατα για να προφυλαχθούμε από την βροχή.

Την επόμενη 9/9/1921 επειδή διαδόθηκε από άλλους που ήρθαν ως φυγάδες από τα χωριά ότι επίκειται επίθεση των τουρκικών στρατευμάτων κατά των ενόπλων που βρίσκονταν στο σπήλαιο, των οποίων τον αριθμό φαντάζονταν μεγάλο και στρατιωτικά οργανωμένο, περίπου δεκαπέντε γυναικόπαιδα μεταξύ των οποίων κι εγώ, με την μακαρίτισσα μητέρα μου, αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στα χωριά μας.

Μαζί μας βρέθηκε μια νεαρή με ένα βρέφος στην αγκαλιά της, της οποίας δεν γνώριζα ούτε την προέλευση, ούτε το όνομα. Φαίνεται ότι ήταν από τους για παραθερισμό κάθε έτους στη Σάντα ερχόμενους από την περιοχή Σουρμένων, Σανταίων. Ο Λαζαρίδης παρέμεινε με τους υπολοίπους στην περιοχή του σπηλαίου ο Χειμωνίδης στο χωριό Κοσλαράντων, και η ακολούθησε την τύχη των εξορισμένων στην περιοχή Ερζερούμ και Χούνουζ.

Όταν πλησιάσαμε στο χωριό μας, ανταμώσαμε μερικούς άνδρες φεύγοντας προς την κατεύθυνση μας και μας πληροφόρησαν ότι εκκενώθηκαν τα χωριά, κι όλους τους κατοίκους συγκέντρωσε ο στρατός στο χωριό Πιστοφάντων, το οποίο ήταν και το πλέον ακραίο χωριό και βρισκόταν στην αντίθετη πλευρά του σπηλαίου προς Νότο.

Τότε προστέθηκαν στην ομάδα μας κι αυτοί και όλοι μαζί αλλάζαμε πορεία, κατεβήκαμε στον ποταμό περάσαμε αυτόν και καταφύγαμε σ’ ένα μικρό σπήλαιον πάνω από τον μύλο Γιαμάκ όπου και διανυκτερεύσαμε. Εννοείται ότι όλοι η πορεία αυτή γινόταν μόλις άρχισε να νυχτώνει και από κανέναν δεν γινόταν αντιληπτή. Μεταξύ μας βρέθηκε και ο ιδιοκτήτης του Μύλου Γιαμάκ Χαράλαμπος.

Το σημείο της διανυκτερεύσεως μας βρισκόταν στο βάθος μιας μικρής χαράδρας και ως εκ τούτου τα χωριά ήταν αθέατα και δεν μπορούσαμε να βλέπουμε την επομένη, τι συνέβαινε στα χωριά κι αν η συγκέντρωση των κατοίκων συνεχιζόταν ή διακοπτόταν και το τι γινόταν με τους συγκεντρωμένους κατοίκους στο χωρίο των Πιστοφάντων.

3) Το επομένο πρωΐ, με τα δεκαεννέα άτομα μαζί με το βρέφος της νεαρής μητέρας, ξεκινήσαμε μέσω του δάσους και προχωρώντας προς βορά φθάσαμε στην περιοχή κάτω από το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου, όπου λίγο μακρύτερα από έναν ρυάκι, που το έλεγαν το βαθύν τ’ορμίν, εγκατεσταθ΄ξκαμε κάτω από τα έλατα.

Η ορατότητα από εκεί ήταν κάπως καλή προς την απέναντι πλευρά όπου ήταν το σπήλαιο. Αλλά και πάλι τα χωριά ήταν αθέατα, απλώς μας προκάλεσε εντύπωση το γεγονός, ότι αντικρίζαμε ζεύγος αγελάδων οι οποίες αδέσποτες έβοσκαν στο ξέφωτο του Αγίου Ιωάννου. Φαίνεται ότι με την φυγή από τα χωριά, μερικοί από το χωριό Ζουρνατσάντων, επειδή το χωριό τους δεν γειτνίαζε με την περιοχή του σπηλαίου, αλλά με την απέναντι πλευρά όπου είχαμε καταφύγει εμείς, κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν στην ίδια περιοχή με μας, χωρίς βέβαια να γνωρίζει η ιδική μας ομάδα τη ιδική τους, ενώ αυτοί παρότι μας αντηλήφθηκαν δε μας έδωσαν σημεία της παραμονής τους.

Από το χωριό Πιστοφάντων, το οποίο ήταν τελείως απομονωμένο από τα άλλα, και αρκετά μακριά του δάσους, δεν διέφευγε κανείς και όλοι οι κάτοικοι παρέμεναν στα σπίτια τους και ακολουθούσαν την οδό της εξορίας. Την επομένη 11/9/1921 κατά την μεσημβρινή ώρα  άρχισε η του τακτικού στρατού επίθεση κατά της περιοχής του σπηλαίου με σάλπιγγες μυδραλλιοβόλα και ένα ορεινό πυροβόλο. Η επίθεση επαναλήφθηκε και την επομένη καλώς μελετημένη και εντός λίγου χρόνου οι Τούρκοι έφτασαν στην περιοχή του σπηλαίου.

Οι ένοπλοι Σανταίοι εγκατέληψαν την περιοχή και εξαφανίσθηκαν και επειδή τα βρέφη που είχαν μαζί τους, εφτά περίπου τον αριθμόν, υπήρχε κίνδυνος με τα κλάματά τους να προδώσουν την παρουσία τους, τα έσφαξαν.

Λέγεται δε ότι μόλις ο επικεφαλής των τουρκικών στρατευμάτων αντίκρυσε το θέαμα των σφαγμένων παιδιών, διέταξε τους στρατιώτες, να τους εγκαταλείψουν και να επιστρέψουν διότι είπε αυτοί δεν έχουν, ούτε την πίστη, ούτε θεό. Με το σκότος που ήρθε, η επίθεση τερματίστηκε και δεν επαναλήφθηκε, την επομένη της πρώτης επιθέσεως οι Τούρκοι των γειτονικών χωριών, ειδοποιηθέντες, άρχισαν κατά ομάδας να φτάνουν στα χωριά και να τα λεηλατούν. Το θέαμα αυτών εν μέρει μας ήταν ορατό από τον δρόμο, ο οποίος ήταν τελείως απέναντί μας και οδηγεί στα βόρεια τουρκικά χωριά.

Και πάλι για τα χωριά μας τίποτε δεν γνωρίζαμε, γιατί από τη θέση μας που ανέφερα παραπάνω, δεν ήταν ορατά. Επίσης ήταν αθέατοι και οι των ανατολικών περιοχών Τούρκοι που έφθασαν για να λεηλατήσουν, κυρίως το χωριό Ζουρνατσάντων, γιατί ο δρόμος τον οποίον ακολουθούσαν ήταν επί της ίδιας πλαγιάς όπου βρισκόμασταν εμείς και κάτω από αυτή και από την δασώδη περιοχή ήταν αθέατοι. Στα δικά μας και πάλι. Δεν ξέρω ποιές, αλλά μερικές από τις γυναίκες που ήταν μαζί μας έφεραν μαζί τους λίγον αλεύρι και ένα χάλκινο σκεύος με βαθύ καπάκι, αυτά στάθηκαν σωτήρια για όλους, αλλά και μοιραία για την έκβαση της περιπέτειας μας.

4) Μερικοί άντρες στις μυστικές συζητήσεις τους αναζητούσαν τρόπο να απαλλαγούν από τα γυναικόπαιδα και να καταφύγουν προς την Παναγία Σουμελά, διότι άλλη σωτηρία οδός δεν υπήρχε και να απομακρυνθούν από την περιοχή της Σάντας, τα δε γυναικόπαιδα τους γίνονταν βάρος για την μετακίνηση τους. Εν τω μεταξύ ανέλαβαν οι άντρες να κατεβούνε στο βάθος του ρυακιού για να ψήσουν τον χυλόν, με το αλεύρι που είχαμε και αφού επί τόπου με το καπάκι έτρωγαν οι ίδιοι την μερίδα του λέοντος, έφεραν το υπόλοιπο προς διανομή στα άνω του ρυακιού αναμένοντα γυναικόπαιδα.

Για τα γυναικόπαιδα παρά την αντίθετη διάθεση τους η ανοχή τους ήταν υποχρεωτική, γιατί αυτά είχαν το λίγο αλεύρι και το σκεύος, αλλά τους έγινε εφιάλτης το κλάμα του μωρού, διότι φοβόντουσαν μήπως με αυτό γίνει αντιληπτή η παρουσία μας στους διερχόμενους προς λεηλασία Τούρκους, και απαίτησαν από την μητέρα του ή να το πάρει και να απομακρυνθεί από τους άλλους, ή να το πετάξει σε μια μικρή λίμνη που λίγο παρακάτω σχημάτιζε ρυάκι.

Τόση επίμονη και αγρία ήταν η απαίτησή τους, ώστε αναγκάσθηκε μόνη της να απομακρυνθεί από τον όμιλό μας και να το πετάξει στην μικράν λίμνη και να επανέρθει ικανοποιημένη, γιατί εξασφάλισε την δική της διάσωση και την ικανοποίηση των αντρών ότι έτσι διαφεύγανε τον κίνδυνο να γίνουν αντιληπτοί. Βεβαίως παρ όλα αυτά θα εγκατέλειπαν όλους και θα έφευγαν προς την περιοχή της Μονής αν γνώριζαν τον δρόμο, τον οποίον εγώ τους είπα ότι γνώριζα από την πρόσφατη επίσκεψή μου σ’ αυτήν την 15ην Αυγούστου.

Την Τρίτη ημέρα της διαμονής μας το πρωΐ της 13/9/1921 ως συνήθως κατέβηκε ο όμιλος των ανδρών μεταξύ αυτών κι εγώ, από την παιδική μας περιεργεία. Δύο εξ αυτών ο Γιαμάκ Χαράλαμπος από το Ισχανάντων και ο Χρύσανθος Τεριάς από το Πινιατάντων, αποφάσισαν εώς ότου ετοιμασθεί ο χυλός, να φθάσουν διά μέσου του δάσους, στην απέναντι από την Δυτική πλευρά των χωριών περιοχή, για να δουν τι γίνεται, μεταξύ αυτών πήγα κι εγώ.

Δεν είχαμε απομακρυνθεί πάνω από εκατό μέτρα από το σημείο όπου ψηνόταν ο χυλός, και καταλάβαμε ότι από την προηγούμενη μέρα, Τούρκοι ένοπλοι αντιλήφθηκαν την παρουσία μας από τον καπνό της φωτιάς που ανάβαμε, για την παρασκευή του χυλού και βαδίζοντες κατά μήκος του ρυακιού άρχισαν να πυροβολούν εναντίον αυτών που παρέμειναν εκεί και συγχρόνως έριξαν και μια χειροβομβίδα, όπως συμπέρανα από τον κρότο και με φωνές μη φοβάστε τους συνέλαβαν και τους εκτέλεσαν επί τόπου. Οι παραπάνω ήταν κάτοικοι του χωριού  Ζουρνατσάντων.

5) Εμείς οι τρείς τραπήκαμε μέσω του δάσους προς Νότο, χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί από τους Τούρκους, προς την διεύθυνση των χωριών μας. Μπροστά βέβαια έτρεχα εγώ ως παιδί και πλέον δειλός, δεν είχα το θάρρος και την περιέργεια, να βλέπω αν οι άλλοι ακολουθούν τον ίδιον δρόμο της φυγής μου και έτσι απομακρύνθηκα από αυτούς αρκετά και όταν έφτασα στο άκρο του δάσους στο ξέφωτο και οι φωνές και οι πυροβολισμοί έπαυσαν, γύρισα να δω που είναι οι άλλοι.

Αυτοί όμως κρύφτηκαν, σε κάτι θάμνους και παρά τον κίνδυνο τον οποίο ως παιδί δεν αντιλαμβανόμουνα ,άρχισα χαμηλόφωνα να τους καλώ με τα ονόματα τους, καμία απάντηση δεν λάμβανα, αν και εκ των υστέρων εξακρίβωσα πως ενώ με άκουγαν δεν απαντούσαν, διότι φοβόντουσαν  μήπως με συλλάβουν οι Τούρκοι και με υποχρεώσουν να τους φωνάξω για να συλλάβουν και αυτούς. Τελικά με πήρε ο ύπνος δεν ξέρω για πόση ώρα, οπότε ξύπνησα από κάποιον θόρυβο τον οποίον έκαμναν τα κλαδιά των θάμνων από διερχόμενο άνθρωπο ή και ζώο, αμέσως άρχισα να τρέχω προς την κατεύθυνση του θορύβου ο οποίος απομακρυνόταν, συγχρόνως άρχισα να φωνάζω και πάλι τα ονόματά τους οπότε έφτασα τον θόρυβο και αντίκρυσα τους δύο συντρόφους μου οι οποίοι έψαχναν να με βρούνε όχι από ανθρωπιστικά αισθήματα, αλλά διότι ήξεραν ότι τους ήμουν απαραίτητος οδηγός, για την διαφυγή μας στην περιοχή της Μονής Σουμελά.

Από εκεί άρχισε η πορεία μας προς τη Δυτική κορυφογραμμή της περιοχής Καζουκλή. Βαδίζαμε και οι τρεις χέρι χέρι για να μην απομακρυνθούμε ο ένας από τον άλλον, αν βρισκόμασταν ξαφνικά μπροστά σε κάποιον κίνδυνο, αλλά να τρέξουμε και οι τρείς κατά την ίδια κατεύθυνση. Έτσι φτάσαμε συνεχίζοντας παράλληλα του ποταμού στο παρεκκλήση της Αγίας Κυριακής όπου και περάσαμε το ποτάμι. Βέβαια όλη αυτή η διαδρομή έγινε τη νύχτα. Εγώ μόλις περάσαμε το ποτάμι, επειδή τα φθαρμένα υποδήματα μου γλιστρούσαν όπως ήταν βρεγμένα, στην τελείως ανηφορική περιοχή την οποίαν ακολουθήσαμε, τα πέταξα και άρχισα να βαδίζω ξυπόλητος. Τότε αντικρύσαμε τα καμένα σπίτια των χωριών Κοσλαράντων, Τερζάντων, Πινιατάντων, Ισχανάντων και των απέναντι Ζουρνατσάντων να καίγονται συθέμελα.

Επειδή το χωριό Πιστοφάντων και πάλι ήταν αθέατο από την θέση μας, πλησιάσαμε, για να δούμε τι γίνεται εκεί με τους συγκεντρωμένους κατοίκους και μόλις διαπιστώσαμε ότι και αυτό είχε την ίδιαν τύχη με τα άλλα χωριά και καιγόταν, δεν μας έμενε πλέον καμία ελπίδα σωτηρίας παρά ή προς την Μονή Σουμελά πορεία μας.

6) Η πορεία μας ήταν εύκολη με την πανσέληνο, αλλά και ο κίνδυνος μεγαλύτερος διότι η περιοχή ιδίως Καζουκλή Κοβλακά διασχίζονταν  από τα τουρκικά ποίμνια, τα οποία κατά την εποχή εκείνην διακινόντουσαν προς χαμηλότερα και πλέον απάνεμα μέρη. Κατά τα ξημερώματα της 14/9/1921 αντικρύσαμε τη Μονή Σουμελά, από την οποίαν απείχαμε περίπου μισή ώρα δρόμο και έτσι με την Ανατολή του ήλιου χτυπήσαμε την πόρτα της Μονής.

Αμέσως κάποιος μοναχός, ο οποίος εκτελούσε χρέη θυρωρού γνωστός του πατέρα μου ο οποίος εφημέρευε τον καιρόν εκείνον στις Τραπεζούντας το Μετόχι της Μονής, μας εφοδίασε με ένα καρβέλι και λίγες ελιές, και μας συμβούλευσε να απομακρυνθούμε από την περιοχή, πράγμα που εκτελέσαμε αμέσως.

Δεν πέρασε παρά λίγος καιρός και από την απέναντι πλευρά ακούστηκαν φωνές Ελλήνων και σφυρίγματα και φάνηκαν κάπου δέκα άντρες, μεταξύ των οποίων και ο φίλος μου ο Λαζαρίδης οι οποίοι από την περιοχή του σπηλαίου μετά την επίθεση των τουρκικών στρατευμάτων κατέφυγαν και αυτοί προς την περιοχή της μονής. Εγώ ήταν αδύνατον να βαδίσω και παρέμεινα στην Μονή. Μαζί μου παρέμεινε και ο Λαζαρίδης Θεόδωρος για να μη μείνω μόνος. Μετά από παραμονή μιας εβδομάδας κατάλαβα ότι τα πόδια μου δεν με ενοχλούσαν πλέον, αποφασίσαμε να αναχωρήσουμε για Λιβεράν. Μετά μια εβδομάδα από εκεί με μια άμαξα ενός Τούρκου φθάσαμε στην Τραπεζούντα, όπου επικρατούσε ησυχία, διότι η ανταλλαγή δεν είχε αρχίσει ακόμα..

Έτσι έληξε η εικοσαήμερη περίπου περιπέτεια μου.

Ανδρέας Σπυράντης (Ιατρός) 1990

Του Γιωρίκα Κοβρίδη