ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑ
Του Γιώργου Κοβρίδη
22-6-2003
3ΧΥ RADIO HELLAS
Εκατομμύρια χρόνια ο άνθρωπος γαζωμένος πάνω σ’ ένα κόκο αστρικής σκόνης, ταξιδεύει χωρίς να ξέρει ούτε από πού ξεκίνησε μα ούτε και που πάει. Τραγικά μόνος και, ίσως μοναδικός μέσα στην απεραντοσύνη του σύμπαντος. Έδωσε μορφή και νόημα στις κραυγές του, όρθωσε λέξεις, έπλασε γλώσσα κι νίκησε την μοναξιά και τον θάνατο της πληροφορίας, κι οι γενιές παραδίδουν η μια στην άλλη τις πληροφορίες που αποκτούν με τη σκληρή διαδικασία της δόκιμης και του λάθους , δημιουργώντας γνώση, παράδοση και παρελθόν.
Η παράδοση είναι το αστήρευτο ποτάμι, που ξεκινά απ’ τις οροσειρές των περασμένων γενεών , χρυσές σταγόνες από ιδρώτα και δάκρια και ακολουθώντας τη ζωή του χρόνου φτάνει στο σήμερα για να δροσίσει τους οδοιπόρους του μέλλοντος, Μέσα στο βαθύ ρεύμα της ζωής μεταφέρει του καημούς και τις χαρές τα λάθη και τις επιτυχίες, τα τραγούδια και τα μοιρολόγια , τους θρύλους και τις γνώσεις του πατέρα και του παππού, του μακρινού πατέρα μας. Στην ατελείωτη διαδρομή του κρούει και δέρνεται με τους βράχους και τα χώματα, δίνει μορφή στην κοίτη του κι απ’ τη μορφή της παίρνει μορφή. Οι προγονοί μας εκεί στην ανατολή ρίζωσαν σε μια στενή λωρίδα γης, ανάμεσα σε άξενη θάλασσα και δύσβατους ορεινούς όγκους, εκεί όργωσαν έσπειραν και θέρισαν την πατρίδα τους δεν την κέρδισαν στα χαρτιά ούτε στα ζάρια εκεί τους έσπειρε ο Θεός γι’ αυτό αγάπησαν την γη εκείνη. Δεν της ζήτησαν ποτέ περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να τους δώσει, πίστευαν πως με την σάρκα και το αίμα, το νου και την καρδιά τους ανήκουν σ’ αυτήν, και πως απ’ αυτή θα ζήσουν η θα λιμοκτονήσουν, Και τη νύχτα που ο χρόνος άλλαζε έβγαιναν έξω στην αυλή οι μεγάλοι για να δουν λέει , όσοι απ’ αυτούς ήσαν καλοί, τα δέντρα που σκύβουν ευλαβικά και φιλούν τη γη ευγνωμονώντας την για όσα έδωσε και για όσα πρόκειται να τους δώσει. Οι πατέρες μας δεν επιβουλεύτηκαν ποτέ τη γη κανενός και πολέμησαν με πάθος όσους θέλησαν να πάρουν τη δική τους. Ο Ακρίτας μας δεν ήταν επαγγελματίας πολεμιστής ήταν αγρότης, ανώνυμος, που υπερασπίστηκε το σπίτι και την οικογένεια του. Οι γονείς μας ήξεραν πως η πιο μεγάλη νύχτα νικιέται απ’ την πιο μικρή μέρα, και πως κι ο πιο μικρός μήνας του χρόνου ο Φεβρουάριος (Κουντουρος) μπορεί να σκεπάσει το μεγαλείο των καταπράσινων χιονισμένων βουνών,
ψηλά ρα≤ία πράσινα και ποίος œ ζελεύ’ σας
ασχώρετον ο Κούντουρον ≤ôνίζ και καπατεύ’ σας
Η ήξεραν πως το παλιό φέρνει το καινούριο και πως μέσα στο καινούριο ζει το παλιό γι’ αυτό θεωρούσαν ύψιστης αξίας το σεβασμό του νεότερου προς των μεγαλύτερο, και τίμησαν τους γονείς και της άξιες τους , Οι αιώνες περνούσαν μα ο προφορικός άγραφος λόγος παρέμενε σχεδόν πάντα αναλλοίωτος. Κι εφτά φορές καλότυχη που εμείς σήμερα στη Ανατολή της τρίτης χιλιετηρίδας μπορούμε να μιλούμε και να αναστορούμε τους θρύλους και τα τραγούδια των προγονών μας .
Ο θεόν ασ’ σα ουράνια ερούξεν κι’ εκυλίεν
έρθεν είδεν τα έμορφα ατός πα εκολατίεν
Ήξεραν στα μαύρα εκείνα χρόνια πως η δουλεία είναι υποχρέωση και δικαίωμα , μόχθος και χαρά , δούλευαν σκληρά απ’ το πρωί ως το βράδυ μικροί και μεγάλοι, μα είχαν το χρόνο να τραγουδούν, να γλεντούν, να κρατούν τα παιδία τους στην αγκαλιά τους και να τα νανουρίζουν στις μεγάλες νύχτες του χειμώνα διηγώντας θρύλους και παραμυθία απ’ την καθημερινή σοφία των προγονών τους.
Σα παλαιά τα καιρούς και σ’ αργυρά τα χρόνâ έσαν
δυο αδέρφâ. Είνας γνωστικός και είνας παλαλός
Κι ο ύπνον γλυκός έκλεινε τα βλέφαρα των μικρών παιδιών στα γόνατα του Πάπου και της Γιαγιάς , Και στα μαύρα χρόνια , που η (Ρωμανία πάρθεν) οι προγονοί μας άντεξαν στην καταπίεση του κατακτητή στηρίχτηκαν στις δυνάμεις τους, διατήρησαν την γλώσσα την αξιοπρέπεια τους, έζησαν αιώνες πολιορκημένοι αλλά ελεύθεροι, δεμένοι με την γη τους. Που τόσο αγάπησαν,
Άλλο πουλί μ’ μη κελαϊδείς, η Ρωμανία εκάεν, άλλο παρχάρ μη ≤αίρεσαι, οι παραχαρετ’ εχάθαν. Μόνον εσύ μαυρόλυρα μ’ παίξον μοιρολοΐας, κλάψον τα μύρια πάθâ μουν, κλάψον την προσφυγίαν, κλάψον κι’ ας κλαίγνε τα δεντρία και τα _ηλά ρα≤ία.
Και ήρθε η ώρα του ξεριζωμού, με μάτια δακρυσμένα και με την πίστη πως (χρέος της ζωής είναι να ζεις) πήραν την ψυχή τους, το τελευταίο ψωμί απ’ τον φούρνο, αφήνοντας πίσω αμπάρια γεμάτα με σοδιές, ζώα στη μάντρες, παράθυρα και πόρτες ανοιχτές, εικονοστάσια με καντήλια ανάμενα, πήραν τις μνήμες απ’ την αγαπημένα πατρίδα και μπήκαν στα καραβιά για να επιστέψουν στην εθνική τους πατρίδα Ελλάδα μετά από απουσία 3.000, χρόνων
Η θάλασσα εθερίε_εν και το παπόρ επαίγνεν
κι’ ο πόντον εκεί ’ς σην Ανατολήν ε®ιά_εν κι’ επέμ’νεν
Με υπομονή, καρτέρια και σκληρή δουλεία , στο περιθώριο των πόλεων της υπαίθρου της μητροπολιτικής Ελλάδας αλλά και στις χώρες διασποράς , οι γονείς μας στέριωσαν και πρόκοψαν, μα η προκοπή είχε και το αντίτιμο της Οι (ζίπκες κι οι ζουπούνες) διπλώθηκαν ευλαβικά για να μην ξαναφορεθούν κι η γλώσσα η τρισχιλιόχρονη μαζί με τους χορούς και τα τραγούδια μας ξεχάστηκαν στις μεγαλόπολις κι αργοσβήνουν στα χωριά, δεν ξέρω αν κάποιος από μας σήμερα την νύχτα που αλλάζει ο χρόνος βγαίνει έξω για να δει αν τα δένδρα σκύβουν για να φιλήσουν τη γη. Ωστόσο σε καμία περίπτωση, απ’ τη θέση αυτή δεν καταλογίζονται ευθύνες, στους γονείς μας, είτε ζουν, είτε έχουν φύγει για πάντα από κοντά μας, για όσα έκαμαν και για όσα δεν μπόρεσαν να κάνουν, εμείς τους τιμούμε και τους ευγνωμονούμε.
Σήμερα όλη μας πρέπει να ξαναθυμηθούμε όλες εκείνες της ξεχασμένες συνιστώσες τις παράδοσης. Αυτές θα μας βοηθήσουν εμάς και τα παιδία μας να ξαναβρούμε τις αιώνιες αλήθειες, τις αλήθειες που λησμονήθηκαν μέσα στη μέθη της επιστημονικής προόδου και του αποχαλινωμένου ορθολογισμού.
Αυτό που θα πρέπει να απόσχει όλους μας σήμερα στην Ελλάδα και στις χώρες διασποράς είναι το θέμα της Νεολαίας που με πικρία διαπιστώνουμε πως αρνείται την παράδοση της. Αλλά ας μη βιαστούμε ας δούμε τα αιτείς και τους λόγους.
Αν τα παιδιά μας δεν μιλούν την γλώσσα των προγονών μας είναι γιατί δεν την άκουσαν ποτέ και δεν την άκουσαν γιατί πάψαμε να τη μιλούμε εμείς. Αν τα παιδιά μας δεν αγάπησαν τα παραμύθια και τους θρύλους των γονιών μας είναι γιατί πάψαμε να τα διηγούμαστε εμείς. Τα βράδια ολόκληρη η οικογένεια βουβή κι ανήμπορη, παραδίνεται στην τεχνολογική μαγεία της τηλεόρασης. Αν τα παιδιά μας έπαψαν ν’ αγαπούν το παλιό, είναι γιατί μας είδαν να κατεδαφίζουμε το παλιό σπίτι με τα κεραμίδια και την καμινάδα του τζακιού απ’ όπου έμπαιναν οι καλικάντζαροι.
Αν τα παιδιά μας έπαψαν να μας σέβονται είναι γιατί μας είδαν να εγκαταλείπουμε τις αγαπημένες μορφές της γιαγιάς και του παππού τους σε κάποιο χωριό, σε κάποιο γηριατρίο η γηροκομείο.
Αν τα παιδιά μας έπαψαν ν’ αγαπούν τη δουλειά , είναι γιατί από μικρά διαπίστωναν πως αυτή είναι η αιτία που στερούνται τη συντροφιά και το χάδι των γονιών τους. Κάθε πρωί και την ίδια πάντα απαράλλαχτη ώρα παιδία και γονείς αποχαιρετίζονται για να ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους. Ή πάλι τα παιδιά θα κλειστούν στην αυλή του παιδικού σταθμού ή του σχολείου, κι οι γονείς χωριστά τις πιο πολλές φορές θα χαθούν μέσα στο ανώνυμο πλήθος της εργασίας. Η αρνητική στάση της νεολαίας μας, είναι, καλοί μου φίλοι ο άλλος πόλος του παράλογου τρόπου ζωής μας. Είναι καιρός να σταματήσουμε να ζούμε σαν να είμαστε οι τελευταίοι κάτοικοι αυτού του πλανήτη. Είναι καιρός να αισθανθούμε τις πραγματικές μας ευθύνες απέναντι στις μελλοντικές γενεές. Διαφορετικά δεν θα μπόρεσει να ύπαρξη συνέχεια και τα πάντα και τα όσα έχουμε δημιουργήσει εδώ στους αντίποδες του κόσμου θα συμβολίζουν νεκροταφεία με πέτρες χωρίς ονόματα.
Ευχαριστώ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΚΟΒΡΙΔΗΣ
Μελβούρνη Αυστραλίας