Είναι: Η Οριστική. Η Υποτακτική που σχηματίζεται με το να και τον ενεστώτα, Ευκτική με το ας ή να, και τον ενεστώτα ή παρατατικό: Ας έχω, ας είχα, να έχω, να είχα. Η Προστακτική, μονολεκτική μόνο στο δεύτερο πρόσωπο και με το ας και τον ενεστώτα στα άλλα πρόσωπα: Ας τιμώ, ας τιμά, ας τιμούμε, τιμέστεν, ας τιμούνε. Απαρέμφατο ενεργητικό τιμέσ’ ναι, δέσ’ ναι, και μέσο τιμεθήναι, δεθήναι. Μετοχή, τιμεμένος, τιμεμέντζα, τιμεμένον.
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
Φανερώνει κάτι το πραγματικό. Γυρίζουν στην Ανατολήν, την προσευχήν τους κάμνουν. Όλα τα κάστρα είδα κι όλα γύρισα.
Σημ.:
1) Σε προτάσεις που έχουν, υποκείμενο μια αόριστη αντωνυμία (όποιος, όσα και να, ότι, και αν) η οριστική παίρνει κάποια χροιά υποθετική ή χρονική. Όποιον δάχτυλο σ’ κόφτς, πονεί. Όποιος πεινά κοτέλä ελέπ’ ‘ς σ’ όρωμαν ατ’. (αν πεινά, άμα πεινά). Ότι και αν ευτάς, εμέν να εφτάντζ’ ‘κ επορείς.
2) Με το τέϊ (τάχα) εκφράζεται κάτι το προσποιητό ή φανταστικό: Τέϊ ετέρ’ να το ποτάμ’, κ’ εγώ εντούνα ωτίν σου έλεγαν. Τέϊ εσύ πα εγέντζ’ άνθρωπος και θα περιπαίης και τ’ άλτς.
3) Με τα ρήματα φαίνεται, εθαρρώ, πιστέυω, κ.α. παρουσιάζεται σαν προσωπική γνώμη εκείνου που μιλεί: Φαίνεται ερρώστεσεν και ‘κ επόρεσεν να έρ’ ται. Εθαρρείς τα παπόρä ‘τ’ επάτεψαν.
4) Με το ολίγον επέμ’νεν, ολίγον κι άλλο, εκφράζεται κάτι που άγγιξε τα όρια της πραγματοποίησης στο παρελθόν, άλλα δεν πραγματοποιήθηκε: Εγλοίαξα και ολίγον κι άλλο θα ερούζ’ να κ’ εσκοτούμ’. Ολίγον επέμ’ νεν να τελένωμε το φύτεμαν.
5) Πολλές φορές η έννοια του παρατατικού χρησιμοποιείται με την έννοια του δυνατού στο παρελθόν. Εκείνο την ημέραν ωβόν εψένεν ο ήλεν. Εκείνο το χρόνον τον κόσμον εκέρδιζες.
6) Κάποτε παίρνει την έννοια της δυνητικής έγκλισης σε διηγήσεις με το έλεες, εθάρρ’ νες κ.α. Αν είχα ατόσα λίρας, ‘ς σην ξενιτείαν ‘κ επέγ’ να. Όνταν έλεπες ατον, έλεες πολλά ΄κι ζη. Εθάρρ’ να κα’ θα εποίνα, αν επέγ’ να κ’ εγώ.
7) Των απροσώπων ρημάτων έπρεπεν, εταιρίαζεν, εξίζεν κ.α. ή των εκφράσεων καλόν έτον, ή το σωστόν έτον κ.α. δηλώνεται κάτι αντίθετο προς το πραγματικό: Αν εσ’ κ’ εσύ άγουρος έπρεπε να μη φοβάσαι ας σοι μάϊσσας. Το σωστόν έτον να πας κ’ εσύ.
Οριστική με το ας
Οριστική κάθε χρόνου (εκτός από μέλλοντα) με το ας χρησιμοποιείται όταν δηλούται αδιαφορία ή παραχώρηση και συγκατάβαση: Μη κούης, ακούγ΄νε μας. Ας ακούγ’νε μας. Είδαν εσέ όνταν έρθες. Ας είδαν εμε.
Οριστική Παρατατικού με το ας.
Χρησιμοποιείται:
1) Όταν πρόκειτε να δηλωθεί προσταγή, απειλή, συγκατάθεση, ή αποδοκιμασία: Ας εδέβαζες για να μη δυσκολεύκεσαι ‘ς σ’ εξετάσεις. Ας εντούνε σε και θα έλεπεν ντο θα επάθανεν.
Σε τέτοιες εκφράσεις υπάρχει και η έννοια του τι πρέπει να γίνη: Ας εφόρ’νες καλά, κι άλλο ‘κ ερίγανες. Ας εκλείδωνες την πόρταν κι άλλο κανείς ‘κ επόρ’νεν να εμπαίν’. Συχνά χρησιμοποιείται και για να δηλωθεί σύσταση ή παράκληση: Ας επέγ’νες ετέρ’νες ντο έπαθαν αδελφή σ’ και ‘κ έρθεν. Κατ’ ας έδινες το χάταλον να μη κλαίη.
2) Όταν πρόκειται να δηλωθεί απλή επιθυμία, ευχή ή κατάρα: Ας έβρεχεν και χαλάζ’ ας έτον. Ας είχα τον άντρα μ’ κι ας εμ’ και ‘ς ση κυρού μ’. Ας επέθανες κ’ έναν ομμάτ’ ας είχα.
Στα παραπάνω παραδείγματα και στα παρακάτω βλέπουμε να χρησιμοποιείται σε ζεύγη προτάσεων: Ας έξερα γράμματα κ’ έναν ομμάτ’ ας είχα. Ας ερχούσ’ και ας εβρέχουσ’.
Για να εκφρασθεί επιθυμία ή ευχή χρησιμοποιείται με το να μπροστά ή το άμποτε: Να είχα κ’ εγώ έναν χάταλον. Να εδάνειζες με και εδίνα το χρέος ιμ’.
Η απραγματοποίητη ευχή σε μερικά ιδιώματα δηλώνεται και με οριστική αορίστου με το να: Αχ σκύλλα, να ήσουνα ξύπνα και να σε σκότωσα. Όταν όμως εκφέρεται με άρνηση τότε προτάσσεται το μη: Μ’ ερχούς κι ας τ’ έρθες καλωσόρισες. Για έμφαση της απραγματοποίητης ευχής χρησιμοποιείται το κέσκε – κιάσκιαν – τäσκίμ – τäσκιάμ που σημαίνει μακάρι, είθε. Τäσκιάμ ας έζηνεν και έρχουτον και έναν ομμάτ’ ας είχα. Πολλές φορές τέτοιες προτάσεις με το να παίρνουν τόνο επιφωνηματικό: Να έξερες ντο καλά ετίμεσε μας! Να έλεπες ντο καλά εδέκε μας!
Το δυνατόν να γίνει στο παρελθόν στο ιδίωμα της Όφης εκφράζεται με το να και ιστορικό χρόνο Οριστικής: Αν έρχουντανε να ελέπαμ’ ατονα. Αν είχες ερθäναι, να ελέπαμε σε.
Στο ιδίωμα του ανατολικού Πόντου (Τραπαζούντας, Σάντας, Χαλδίας, Γαλλίανας, Ματσούκας) εκφράζεται με υπερσυντέλικο που σχηματίζεται με τον παρατατικό του έχω και το απαρέμφατο του ρήματος. Είχες μαθείναι το μάθεμα σ’. Στο ιδίωμα της Όφης είχες μαθείνες το μάθεμα σ’, όπως είδαμε στον υπερσυντέλικο. Στην Αμισό: Ο ήλος θενά την έκαψε. Στην Κερασούντα με οριστική αορίστου χωρίς το δυνητικό μόριο: Αν ‘κ εσυγκάτσα, ‘κ έμαθα ‘τον.
Το δυνατόν να γίνει ή όχι στο παρόν εκφράζεται με οριστική ενεστώτος μέσης φωνής, κυρίως γ’ προσώπου. Τ’ εμόν το κεπίν ‘κι λαλίεται. Ατό το φαείν ‘κι φαΐεται. Το παλαίν το κρέας ‘κι ψέσσκεται εύκολα.
Οριστική κάθε χρόνου με το θα.
1) Χρησιμοποιείται όταν πρόκειται να παρασταθεί η πράξη ως πιθανή (οριστική πιθανολογική).
Το θα ισοδυναμεί με το ίσως, φαίνεται, πιστεύω και τα παρόμοια: Εγώ θα εμ’ εφτά χρονών όνταν έχτιζαν το σχολείον εμουν. Η ώρα θα έτον δέκα όνταν εχπάσταμε.
2) Χρησιμοποιείται και όταν πρόκειται να παρασταθεί η πράξη ως δυνατόν να γίνει (οριστική δυνητική): Αν έζηνεν το κορίτσι μ’ ατώρα θα είχεν χάταλα και θα έλαγα ‘τα κι ογώ ιστορίας. Αν ‘κ έκουα τη λαλία σ’ θα εχάμ ‘ς σ’ ορμάν.
3) Πολλές φορές ο λόγος με υποθετική χροιά εκφέρεται ερωτηματικά για να γίνεται πιο ζωηρός: Θα επέγνα ‘ς σο μαντρίν; Το χάταλον αποπίσ’ ιμ’. Θα εστείλ’ναν εμέ ‘ς σο κεπίν, έκλαιεν να έρ’ται με τ’ εμέν. Θα έκοφτες ας σ’ ορμάν έναν ξυλόπον; Επαίρ’ ναν την κρωπή σ’ και το σκοινί σ’.
Η ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
Οι μονολεκτικοί τύποι χρησιμοποιούνται μόνο καταφατικά: Άνοιξον, πόρτ’ άνοιξον. Ζήσον κι ας σην Ζύγαναν. Παιδίν ποίσον κ’ ελέπον καλόν.
Σε απαγόρευση ή αποτροπή χρησιμοποιούνται οι αντίστοιχοι τύποι της υποτακτικής με το μη, ας μη, να μη: Αγάλλ’ αγάλλä Κωνσταντή, μη δέρνεις το βουβάλιν. Δέβα, εσύ νύφε μου, κι οπίσ’ να μη γυρίζεις.
Το να μη είναι συνηθέστερο στο τρίτο πρόσωπο: Να μη εθαρρεί ότι εγώ ‘κι ξέρω ντο εποίκεν. Τον έξεργον να μη ζυμών’. Να μη γράφτ’ με και ψαλαφά χρήματα.
Οι τύποι της προστακτικής μπορούν να αναφέρονται
1) είτε στο άμεσο μέλλον: Πορφύρ’ σείξον τ’ ωμία σου. Ανοίξτεν να εμπαίνω Τούρκοι διέχ’ νε με.
2) Είτε στο λίγο ή πολύ απώτερο μέλλον: ‘Σ σα ψηλασέας βόσκισον, ‘ς σα χαμελίας μείνον. Ανάμνον, κόρ’ ανάμνον. Ποίσον παιδίν κ’ ελέπον καλόν.
Για έμφαση συχνά μπροστά από την Προστακτική προτάσσονται και προτρεπτικά μόρια: για, άϊντε: Για έλα ας παλεύωμε ‘ς σπ χάλκενον τ’ αλώνι. Για φά, πία, κόρη. Αϊ δέβα, καλή μου. Για ράψετεν τ’ ομμάτä ‘του. Χάϊτε, ας πάμε ‘ς σ’ οσπίτ’.
Η Προστακτική Εκφράζει:
1) Προσταγή ή απαγόρευση: Άνοιξον, πόρτ’, άνοιξον. Άμε, υιέ μ’ κ’ εμέν πάλ’ μη ερώτα. Για σκοτώστεν τα φίδä.
2) Προτροπή ή αποτροπή: Σώπα, κυρά βασίλισσα και μη παραπονής με. Δέβα, καλίτσα μ’ στρώσον με θανατικόν κρεββάτιν. Για ψάλλον ας ακούωμε.
3) Παραίνεση ή συμβουλή: Άεν τάξον και μωρόν μη τάης. Ευχέθ’ κόρη μ’, ευχέθ’ και μη καταράσαι. Υιέ μ’ αν ζής και γίνεσαι ‘ς σην Ρωμανίαν φύγον.
4) Παράκληση: Αστρίτσä χαμηλώσετεν, φεγγάριν έλα κάθεν. Μεγάλ’ Άη-Γιώργη, δείξον με π’ εκρύφτεν το κορασόν.
5) Ευχή ή Κατάρα: Γιλτουρούμ να κρεμίζ’ απάν ισ’ ο Θεός. Καλόν ημέραν να μη ελέπ’ ς. Να έης την ευχή μ’.
6) Συγκατάθεση ή παραχώρηση: Αρ’ άμε, άμε, Γιάννε μου, άμε κι αλήγορα έλα. Ας εν’ ο Γιάννες χάρισμα σ’, έπαρ’ ‘τον κι άμε δέβα.
7) Αδιαφορία: Άμε υιέ μ’ και καλυιέ μ’ κ’ εμέν πάλ’ μη ερώτα. Αν έχει κι άλλα πρόβατα ας στείλει με και σπάζω
8 ) Αποδοκιμασία ή κατάκριση: Ολίγον φα’ και παραγιόν πίασον. Ώβασον κ’ επεκεί κακάντζον. Ποίσον καλόν κ’ ευρήκον καλόν.
9) Το δεύτερο ενικό πρόσωπο της προστακτικής όταν εκφέρεται διπλά και συνήθως ασύνδετα, έχει τη σημασία μιας αντίστοιχης τροπικής μετοχής σε –όντας: Αδά δέβα, ακεί δέβα, εξέβαν τα ποδάρä μ’. Αδά δος και ακεί δος, επέμ’ νεν χωρίς παράν.
10) Κάποτε οι παραπάνω εκφράσεις με το άρθρο το ή τα μπροστά, παίρνουν τη σημασία ουσιαστικού: Αδά ‘ς σον καιρόν ντο έρθαμε το έλα φα’ εσκώθεν. Το δόμα, δόμα έμαθεν, το να ‘κ επεγροικίστεν. Με το δέβα κ’ έλα εξέβεν η ψή μ’.
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
Εκφράζει προσδοκία (μελλοντική) ή επιθυμία (βουλητική).
Υποτακτική μελλοντική
Χρησιμοποιείται:
1) Ύστερα από το επίρρημα ίσως: Ίσως πάει άυριον. Αράεψον, ίσως ευρήκ ‘ς ατο. Δέβα ερώτα, ίσως μαθάντζ που επήεν.
2) Σε δύο προτάσεις με αντίθετη σημασία, όπου εκφράζει αδιαφορία για το τι θα γίνει: Εκείνος αν έρ’ ται και αν ‘κ έρ’ ται πα, εμείς πρωί θα πάμε. Αέρα φύσα ‘κι φύσα, εμείς θα φέρωμε απέσ’ τα χοράρä. Ζή αποθάν, εγώ θα πάω ‘ς σην δουλείαν.
Υποτακτική Βουλητική με το ας
Χρησιμοποιείται:
1) Για προτροπή ή απτροπή: Ποίος να πάει; Ας πάει ο Βασίλης. Ας ζώσκεται ‘λαφρόν σπαθίν, ‘ς σον πόλεμον ας έρ’ ται. Ας πάει αλήγορα δι τα χαρτώματα τ’ Αερί. Προπάντων χρησιμοποιείται το πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού, όταν απευθύνεται σε σύνολο προσώπων, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και αυτός που προτρέπει: Ας λέγωμε και τη στραβού το δίκαιον. Εμείς πα ας μη γίνωμες άμον εκείνον. Ας αραεύωμε, ίσως ευρήκομ’ ατο.
Κάποτε η υποτακτική αυτή χρησιμοποιείται και ως απειλή: Ας έρ’ ται, και θα ελέπ’ ντο θα παθάν’. Ας ευτάη έναν πόδαν κι άλλο και θα λέγ’ ατον πάππον. Ας απλών’ το χέρ’ ν ατ’ απάν’ ‘ς σο χάταλον και θα τερής ντο θα ευτάγ’ ατον.
2) Για να δηλωθεί συγκατάθεση ή παραχώρηση ή αδιαφορία: Ας λέγωμε και τη στραβού το δίκαιον. Ας βρέχ’ και χαλάζ’ ας εν. Ας κούζ’νε, ας σπάν’ νε, ας τσερίγουν, εσύ λαλίαν μ’ εβγάλτς.
3) Για να δηλωθεί επιθυμία, ευχή ή κατάρα: Ας πάω ‘ς ση σύντεκνου μ’ τη χαμαιλέτεν να παίρ’ με ολίγον καπίτς. Ας είμαι κ’ ογώ παραγιός εσέν να παραστέκω. Ας γίνωμαι καλά και όλα θα ευτάγω.
Υποτακτική βουλητική με το να
1) Για να δηλωθεί προτροπή, προσταγή, συμβουλή, παράκληση, συγκατάθεση και τα αντίθετα: Πώς να ευτάγω, να παίρω τον υιόκα μ’. Ποίος να πάει; Ας πάει ο Βασίλης. Να σώνετεν, να φτάνετεν κ’ εμάς να βοηθάτεν. Να ψάλλουν το άγιος ο Θεός και την τιιωτέραν. ΝΑ παραδί’ τον χριστιανόν ‘ς σ’ Αγαρινού τα χέρä. Έρτεν το χαπάριν το μετένιν να στέκ’.
2) Για να εκφρασθεί ευχή, απειλή ή κατάρα: Ν’ αγιάζ’ το στόμα σ’. Να βάλλω σε κα’. Να έλä σε ο Θεός. Χάρος να τρώει τη μάνα σου.
3) Σε προτάσεις που συνδέονται με άλλη πρόταση ή όνομα με το εναντιωματικό και: Κάτα, και να μη τρώει κρέας έκ’ σες; Ατόσα γράμματα έμαθεν και να μη επορή να γράφτ’ έναν ομόλογον; Εγώ να δουλεύω κι άτε να κλωσκεται ‘ς ση χώρας τα πόρτας.
4) Για να δηλωθεί το πρέπον: Να ευτάς την προσευχή σ’ και ύστερα να λές καλημέρα. Ατά τα σπόρα εν ανάγκη να σπείρ’ äτά κανείς ως δέκα ημέρας εμπροστά.
Σε ερωτήσεις ή Υποτακτική εκφέρεται με το να, ας ή και χωρίς μόριο ή σύνδεσμο: Ας πάω; Να πάω; Ας τερώ; Αν ‘κ ευρήκω ελαίας παίρω φέρω χαλβάν;
Σε επιφωνηματικές προτάσεις που φανερώνει έκπληξη ή αποδοκιμασία εκφέρεται με το να μη ή χωρίς το μη: Ατόσον ωρäζω και να μη επορώ να πιάνω τον κλέφτεν! Ας σ’ ατόσα εμπόδια να εγλύτωσαν και ατώρα να χάν’ νε το δαχτυλίδ’!
ΟΙ ΕΓΚΛΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΥΘΕΙΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
(ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ)
Οι ερωτηματικές προτάσεις είναι προτάσεις κρίσης ή επιθυμίας: Είδες; ‘κ είδα. Έκ’ σες; ‘Κ έκ’ σα. Ποιον ποτάμ’ εθόλωσεν κ’ επέμ’ νεν θολωμένον (κανέναν). Ποίος έχασεν την εντροπήν και θα ευρήκεν ατο ατός (κανείς).
Οι ερωτήσεις είναι δύο ειδών:
1) Ερωτήσεις ολικής άγνοιας, στις οποίες ζητείται βεβαίωση ή άρνηση όλου του περιεχομένου τους, και στις οποίες η απάντηση είναι ναι, όχι, βέβαια, πώς, ξάϊ, κιάμ.
Διακρίνονται από τον ιδιαίτερο τόνο της φωνής, το ερωτηματικό σημείο και τα ερωτηματικά μόρια: Μέρ’, μήπως, ατσάπα, να μη (μήπως) κ.α. Να μη με τ’ άστρα μάλλωνες, να μη με το φεγγάρι; Ποίος εν’ άξιος δυνατός; ‘Σ σον Θόν εσούν, πουθέν’ χαράν εδέβεν; Αλή, εσύ ‘κ εγνώριζες τ’ Ελλεν‘ κά παλληκάρä; Σαντέτσας ξύλον έφαες;
2) Ερωτήσεις μερικής άγνοιας: εισάγονται με κάποια ερωτηματική αντωνυμία ή ερωτηματικό επίρρημα, που πας: Που πας, νε Μάραντες κ’ εμέν τίναν αφήνεις; Ακρίτα μου ντο κάθεσαι, ντο στέκεις και περ’ μεντ’ ς; Γιάννε μ’ γιατί τα πρόατα σ’ σείτ’ έστεκαν εφτύρθαν;
Μπορεί όμως και σ’ αυτές να υπάρχει το ερωτηματικό μόριο ατσάπα ή το να: Ποίος να έτον ατσάπα εκείνος που εσόεψεν την εκκλησίαν; Ντο ημέραν να πάμε ‘ς σον παρχάρ’;
Οι ευθείες ερωτήσεις εκφέρονται:
1) Σε οριστική απλή: Κι αν αποθάν’ η μάννα μου, ποίος εμέν καλεί με. Ντο δις με πρωτομάστορα και στένω το γεφύρι σ’; Που εύρες την βραχόναν.
Οριστική μέλλοντος χρησιμοποιείται σε ερωτήσεις με την έννοια του δυνατού: Κανείς επήεν ‘ς σο χωράφ’; Ποίος θα πάει; Ολ’ είναι άρρωστοι. Που είναι τ’ ορτάρä μ’; Τέρεν ολόερα, ποίος θα παίρ’ äτα.
2) Σε οριστική πιθανολογική ή δυνητική: Ποίος θα έγραφτε μας ντο επέθανεν το παιδίν εμούν; Γιατί θα επέγ’ νες κ’ εσύ σο χορόν;
3) Σε οριστική κάθε χρόνου εκτός από μέλλοντα με το ερωτηματικό να: Ντο να εν’ ατού ‘ς σο κουτίν απέσ’. Ντο να ετέρ’ νεν ‘ς σο παράθυρον ατόσον καιρόν. Ντο να εγέντον ατός άρθωπον και ‘κ έρθεν.
4) Σε υποτακτική απορηματική: Πώς να ‘φτάγω, την Ροδιανήν να παίρω. Σύρον έναν αλετρέαν ανάμεσα ‘ς σα χωράφä μουν. Γιατί να σύρω αλετρέαν. Γιατί κάθε ημέραν εσύ να πας ανοί ‘ς το σχολείον. Ντο να έρ’ ται κι ατός με τ’ εμάς.
Συχνά τέτοιες ερωτήσεις με το τί, γιατί, πού και πώς, περιέχουν έκπληξη, δυσφορία ή αγανάκτηση: γιατί να πάω εγώ και να μη έρ’ ται εκείνος. Γιατί να χάντζ ατο. Δος ατο έναν φτωχόν. Που να πάς με τ’ ατόσον βρεχή.
Συχνά η υποτακτική του ενεστώτος αντιστοιχεί με οριστική παρατατικού: Γιατί να θέλ’ να τερούν ατον εκείν’. Γιατί να γεννίουνταν αοίκα άπορα πλάσματα.
Παρατηρήσεις στις ευθείες ερωτήσεις
Οι ευθείες ερωτήσεις δεν είναι πάντοτε πραγματικές ερωτήσεις. Πολλές φορές είναι τρόποι του λέγειν, με τους οποίους ο λόγος γίνεται πιο ζωηρός και έντονος. Πόσα χρονών είσαι (πραγματικές ερωτήσεις). Ποίος εξέρ’ αν θα ζούμε του χρόν’.
Οι ερωτήσεις αυτές λέγονται ρητορικές και χρησιμοποιούνται:
1) Για να εκφρασθεί μια έντονη προτροπή ή παράκληση δηλ. αντί προστακτική: Δις με οσήμερον το μακέλλι σ’; Έρχεσαι αύριον βοηθάς με; Πας να φέρτς ολίγον νερόν;
Συνήθως οι ερωτήσεις αυτές εκφέρονται αποφατικά: ‘Κι πας να κουείς τη θεία σ’; ‘Κ έρχεσαι αύριον να πάμε ‘ς σον παρχάρ’; Γιατί να μη πάμε ελέπομε ντ’ ευτάγ’ νε;
Κάποτε ο τόνος των ερωτήσεων αυτών είναι επιτιμητικός ή επιπληκτικός: Θα αφήντζ μας ήσυχους να τελειώνωμε τη δουλείαν εμουν; ‘Κι τερείς τ’ εσόν την κατάστασην και κάθεσαι και κατηγοράς άλτς;
3) Για να εκφρασθεί κάτι το βεβαιότατο και αναμφισβήτητο: Εγώ ‘κ έμουν που εγλύτωσα σε ας σον θάνατον; ‘Κι ια υποψιάσκουνταν εμάς ντο εφύγαμε; Μήπως ‘κ έιπαμ’ ατο απ’ εμπροστά; Και ντο ‘κ εποίκεν για να μη στείλ’ το παιδίν ατς ‘ς σην ξενιτείαν;
4) Για να εκφρασθεί έντονη άρνηση: Αν ‘κ επαίρ’ νεν ή Ρουσία την Τραπεζούνταν θα εγλύτωνεν κανείς; Αν εσύ ‘κ εμπόδιζες ατον, θα έφηνε με ζωντανόν; Εμείς ‘κ έχομε παιδία και γυναίκ’ς; Μονάχος έμουν και θα εφοβούμ; Έξερα εγώ ντο θα εποίνες αοίκον τρανόν κακόν;
Εδώ υπάγονται οι ρητορικές ερωτήσεις με τις οποίες εκφράζεται το απολύτως αδύνατο: Ζη τ’ οψάρ’ εξ’ ας σον νερόν; Είδες ζων με τα πέντε ποδάρä; Θέλτς ν’ αποθάν’ το παιδί σ’;
5) Για να εκφρασθεί έντονη αποδοκιμασία με επιτίμηση: ‘Κ εκανέθεν ντο έφαες όλεν το φαείν, θα περιπαίεις μας κιόλα; Άϊντε, κανείται, πάντα τ’ εσόν τη δουλείαν θα νουνίζωμε; Πότε εσύ πα θα γίνεσαι άνθρωπος;
6) Για να εκφρασθεί επίκριση για κάτι που δεν έγινε. Γιατί ‘κ επέγ’ νες ‘ς σην δουλείαν; Που θα ευρήκ’ ς αοίκον καλόν καιρόν; Γιατί ‘κ εκάθουσ’ ήσυχα και εκλαίνιζες τη μάννα σ’;
7) Για να εκφρασθεί θερμός πόθος ή ευχή αντίθετα προς την πραγματικότητα: Γιατί όνταν εγεννέθες ‘κ εφούρκιζα σε; Γιατί ‘κ εφουρκίουσ’ ‘ς σο ραχίν και εγλύτωνα ας σα παλαλοσύνäς ισ’. Πως ‘κ ερούξες ‘κ ετσακοποδίες;
8 ) Για να εκφρασθεί αδιαφορία: Έρθεν η μάννα σ’ και ντ’ εξέβεν; Κι αν εσκοτούτον πα ‘ς εσέν ντο θα έτον; Ντο να ευτάμε, αοίκον εν’ και τ’ εμέτερον η τύχη.
9) Για να εκφρασθεί θαυμασμός, έκπληξη, οίκτος: Πως ωμοίαζεν τη μάνναν ατς; Σάγκι έκοψες το μήλον κ’ εποίκες δύο. Ντο να γράφτ’ με; Ότι έγραφτε με πάντα. Ντο να ευτάμε; Θα φεύωμε και πως θα φεύωμε;
Πηγή: ¨Το συντακτικό της Ποντιακής Διαλέκτου¨ του Στάθη Αθανασιάδη.