Ξ

ξανά γεγουτέν
ξανά, πάλι ξαν
ξανανιώνω νεάζω
ξανασκέφτηκα επενούντσα
ξανασκέφτηκαν επενούντσαν
ξαφνικά, οπότε αλλομίαν
ξεγέλασα εγαντούρεψα
ξεγέλασα εκόμπωσα
ξεγέλασαν εγαντούρεψαν
ξεγέλασαν εκόμπωσαν
ξεγέλασμα κόμπωμαν
ξεγελούν γαντουρέβνε
ξεγελούν κομπώνε
ξεγελώ γαντουρέβω
ξεγελώ κομπώνω
ξεγυμνώθηκα ετσατσαλίγα
ξεγυμνώθηκε ετσατσαλίεν
ξεγυμνώνουν τσατσαλίζνε
ξεγυμνώνω τσατσαλίζω
ξεκαρδίστηκα εξεραχώβα
ξεκαρδίστηκαν εξεραχώθαν
ξεκίνησα εχπάστα
ξεκίνησαν εχπάσταν
ξεκινούν αχπάσκουνταν
ξεκινώ αχπάσκουμαι
ξεκουράστηκα ενεπάγα
ξεκουράστηκαν ενεπάγαν
ξενιτευμένος ξενιτέας
ξενιτιά ξενιτία
ξένος, ξένοι χόρα
ξεπληρώνω επεβγάλω
ξεπλύνουν κατενίζνε
ξεπλύνω κατενίζω
ξεπροβοδίζουν παρεδγάλνε
ξεπροβοδίζω παρεβγάλω
ξεραμένα ψεχτά
ξεριζώνουν αχπάνε
ξεριζώνω αχπάνω
ξερίζωσα έχπασα
ξερίζωσαν έχπασαν
ξέρουν εξέρνε
ξέρω εξέρω
ξεσχίζουν τσερίζνε
ξεσχίζω τσερίζω
ξέσχισα ετσέρτσα
ξέσχισαν ετσέρτσαν
ξεφλουδίζουν καλαμπόκι τερέβνε
ξεφλουδίζω γλουπίζω
ξεφλουδίζω καλαμπόκι τερέβω
ξεφλούδισμα, κοίταγμα τέρεμαν
ξεφτέρι ξεφτέρ
ξέχασα ενέσπαλα
ξέχασαν ενέσπαλαν
ξεχάστηκα αφαιρέθα
ξεχάστηκαν αφαιρέθαν
ξεχνούν ανασπάλνε
ξεχνούν νεσπάλνε
ξεχνώ ανασπάλω
ξεχνώ νεσπάλω
ξεψειριάζομαι ψυλλίουμαι
ξεψειριάζω ψυλλίζω
ξημερώθηκα ημερώθα
ξημέρωμα ημέρωμα
ξόβεργα ιξός
ξύδι ξύδ
ξύλινη πιάστρα λαγάνας οχλαγούν
ξύλινο δοχείο που κουνώντας το χώριζε το  βούτυρο από το αριάνι ξυλάγκ
ξύνομαι κνέσκουμαι
ξύνομαι ξύσκουμαι
ξύνονται κνέσκουνταν
ξύνονται ξύσκουνταν
ξύνουν τσαφίζνε
ξυνόχορτα αυλούκαι
ξυνόχορτο αυλούκ
ξύνω τσαφίζω
ξύπνησαν εγνέφσα
ξύπνησαν εγνέφσαν
ξυπνητήρι ξυπνητήρ
ξυπνητήρια ξυπνητήραι
ξυπνούν γνεφίζνε
ξυπνώ γνεφίζω
ξυράφι ξουράφ
ξυράφια ξουράφαι
ξυστήρι ξυστήρ
ξυστήρια ξυστήραι